Η ταινία του Νέιβιντ Λόουρι μοιάζει να γεννιέται μέσα από το μείγμα ενός θρύλου που διατηρείται ζωντανός στη συλλογική μνήμη από παραμυθάδες παππούδες επαρχιακών χωριών οι οποίοι έχουν λίγο χάσει την επαφή με την πραγματικότητα (κάτι σαν αυτόν που ενσαρκώνει ο Ρόμπερντ Ρέτφορντ στο ίδιο το φιλμ) και τις γλυκιές αναμνήσεις ενός παιδιού για έναν σκύλο που φάνταζε τόσο εξωπραγματικά τεράστιος μόνο και μόνο γιατί ο ίδιος του ήταν τόσο πραγματικά μικρός.
Σχεδόν τα πάντα σε αυτήν την κινηματογραφική προσπάθεια «φωνάζουν» αναφορές, αφού το ριμέικ της Ντίσνεϊ, εκτός του ότι μοιράζεται τον ίδιο τίτλο με την ομώνυμη δημιουργία του 1977, ενσωματώνει στοιχεία από κλασικές παιδί-τέρας φιλμικές θεματικές (του τύπου «Ε.Τ.» και «Iron Giant») στοχεύοντας στο να αποτελέσει μια ισχυρή εναλλακτική πρόταση απέναντι στο οικογενειακό animation. Απευθυνόμενο σχεδόν αποκλειστικά σε ένα παιδικό κοινό -και σε όσους μπορούν ακόμη να θυμούνται πώς ένιωθαν όταν έβλεπαν τέτοιου είδους ταινίες όταν ήταν ακόμη παιδιά- αφηγείται την ιστορία του Πιτ και τη φιλία του με έναν καλόκαρδο πράσινο δράκο που μπορεί και γίνεται αόρατος.
Ο Λόουρι ξεμπερδεύει πολύ νωρίς με το θάνατο, σε απαράμιλλο Ντίσνεϊ ύφος και επικεντρώνεται γρήγορα σε αυτό που ουσιαστικά θα φέρει τους μήκους σινεφίλ (μαζί με τους γονείς τους) στις αίθουσες. Η διήγηση, αντιπροσωπευτική του είδους, τοποθετεί σε δεύτερη μοίρα κίνητρα, βάσιμες αιτιολογήσεις και λοιπές επεξηγήσεις των αποφάσεων των ηρώων και δίνει χρώμα και μορφή στην αχαλίνωτη φαντασία, παρουσιάζοντας δύο κεντρικούς χαρακτήρες, έναν πραγματικό και έναν ψηφιακό, που θαρρείς ο Ράντγιαρντ Κίπλινγκ απλά ξέχασε να συμπεριλάβει στο «Βιβλίο της Ζούγκλας».
Ο μικρός Όουκς Φέγκλεϊ στο ρόλο του Πιτ, προσδίδει μια αξιοπρόσεκτη φρεσκάδα στο ρόλο που δύσκολα βρίσκεις πια σε παιδί ηθοποιό, ερμηνεύοντας σχεδόν με αυθεντικό εντυπωσιασμό (θυμίζοντας αμυδρά τον συνομήλικό του Τζέικομπ Τρέμπλεϊ του «Δωματίου»), ενώ ο μαλλιαρός πράσινος δράκος που ακούει στο όνομα Έλιοτ, γεμάτος υπόκωφα γρυλίσματα και τρυφερές προστατευτικές αγκαλιές φέρνει στο νου ένα υπερφυσικό κουτάβι (ή ακόμη και τη ζεστή πατρική φιγούρα του Σάλι στο «Monsters inc.») που θα πρέπει να είσαι από πέτρα για να μην αγαπήσεις. Οι δυο τους αποτελούν ό,τι πιο αξιόλογο και διασκεδαστικό έχει να επιδείξει το φιλμ, αφού το ακίνδυνο στόρι με τους κατάφωρους οικολογικούς συμβολισμούς και το -σχεδόν πια μόνιμο για τα στούντιο- νοηματικό περιτύλιγμα γύρω από την αξία της οικογένειας, αφήνουν μια αίσθηση παλιομοδίτικης νοσταλγίας για έναν καλόκαρδο κόσμο που αναζητούσες απεγνωσμένα στα νιάτα σου, αλλά μόνο στο σινεμά τελικά έβρισκες.
Παρότι «Ο Πιτ και ο Δράκος του» προσδιορίζεται ως μια αμιγώς παιδική ταινία, οι κινηματογραφικές επιρροές του σκηνοθέτη της είναι δύσκολο να μείνουν απαρατήρητες. Ο Λόουρι -τηρουμένων πάντα των αναλογιών και χωρίς να γίνει δυσνόητος ή πολύ «καλλιτεχνικός»- προσπαθεί να παραδώσει κάτι από τον υπερβατικό λυρισμό του Τέρενς Μάλικ (που αποτέλεσε ξεκάθαρη πηγή έμπνευσης στην προηγούμενη δημιουργία του, «Μείνε Δίπλα μου») με την κάμερά του να κινείται ρευστά ανάμεσα από τα κλαδιά και τα φύλλα των τεράστιων δέντρων, παρατηρώντας βουβά το προαιώνιο δασωμένο τοπίο μέσα στο οποίο κρύβεται όντως κάτι μαγικό.
Εκεί όπου μαθαίνεις να δίνεις σημασία σε κάθε ήχο, σε κάθε τριγμό και σύρσιμο, σε άμεση επαφή με το φυσικό στοιχείο που περικλείει το μύθο. Ίσως αυτές τελικά να είναι οι σκηνές που μπορούν να σε διασκεδάσουν χωρίς να νιώθεις και πολλές ενοχές για αυτό που βλέπεις. Μαζί βέβαια και με τις πτήσεις του Έλιοτ με τον Πιτ στην πλάτη του, που φέρνουν τόσο έντονα στο μυαλό μια άλλη φανταστική «Ιστορία δίχως τέλος».