Δεν ξέρω αν εγώ τα θυμάμαι λίγο ωραιοποιημένα ή ήταν λίγο καλύτερα, αν είναι το πρώτο, μπορεί να φταίει κι «Ο Ταχυδρόμος» – κι αυτός λίγο (ή και λίγο παραπάνω) ωραιοποιημένος είναι. Αλλά εκεί στις αρχές του ’90, όταν το έργο έβγαινε στις αίθουσες, όταν είχαμε ενημερωθεί για κείνον το ωραίο Ιταλό τον Μάσιμο Τροΐζι, που ελάχιστα οι νεότεροι είχαμε δει στο ιταλικό σινεμά του ΄80 (σε κείνο το ωραιότατο «Splendor» του Σκόλα, ας πούμε), κι είχαμε μάθει πως τούτο ήταν το έργο της ζωής του, πως πράγματι το υπέγραψε με τους τελευταίους χτύπους της αδύναμης καρδιάς του (γι’ αυτό και θα δείτε πως κάμποσες σκηνές προς το τέλος τον δείχνουν καθιστό, δεν άντεχε πια όρθιος), μια ωραία ιστορία σινεμά γύρω απ’ το σινεμά είχε ήδη γραφτεί προτού καν αντικρίσουμε το αποτέλεσμα.
Κι όταν τελικά γίναμε μάρτυρές του, θυμάμαι, είχαμε μαγευθεί οι περισσότεροι, κι ας είχε εκείνη τη θεμελιώδη ανισότητα να τελειώνει με τα πολιτικά της, τα βγαλμένα απ’ το συναίσθημα τής στο απυρόβλητο αριστερής ιντελιγκέντσιας που υιοθέτησε, με τις ντουντούκες, τα πλάνα των διαδηλώσεων, τον (δικαιολογημένα, βέβαια) ευπώλητο αντιφασισμό. Κι ας είπαμε, ελάχιστοι, κι ας το λέμε ακόμη, πως το έργο που ξεκινά με την ιστορία ενός απλού ανθρώπου που ερωτεύεται δεν μπορεί (ή εμείς, οι λιγότεροι, δεν θα θέλαμε) να τελειώνει με την πολιτικοποίησή του λες και δεν είναι η πολιτική έρωτας αλλά ο έρωτας πολιτική.
Εν πάση περιπτώσει όμως, πέρασαν το χρόνια, κι όλο στο ενδιάμεσο ξαναγυρίζαμε στον «Ταχυδρόμο». Γιατί υπήρχε πάντα μια καρδιά που πεισματικά χτυπούσε ακόμη εκεί κι εξακολουθητικά θύμιζε μιαν άλλη, υπέρτερη ουσία της φτιαξιάς του: Θύμιζε τον τραγικό, βαθιά όμορφο Τροΐζι και την εκπνέουσα καρδιά του (γι’ αυτήν το έργο) που έζησε και πέθανε για την τέχνη του, τον ωραίο Νερούδα του, τη μαγευτική θαλάσσια όψη του, τις βόλτες και τη Μαντρεσέλβα του, τα λουλουδιαστά ντεκολτέ της Μαρία Γκράτσια (Μπεατρίσε Ρούσο) Κουτσινότα, το ξύλινο ποδοσφαιράκι, τις μετάφορε, τα γραμμόφωνα, το ποδήλατο στον χωματόδρομο, τον αέρα στους γκρεμούς και τη μελωδία του (μικρού ή μεγάλου) κύματος, θύμιζε ακόμα-ακόμα και το ότι -ως ένα σημείο- ισορροπούσε σατιρικά (και ωραιοποιημένα, πάντα) την δυσπιστία του μεταξύ Χριστιανοδημοκρατών και Κομμουνιστών.
Πάντα θα αγαπώ τον «Ταχυδρόμο» κι ας τελειώνει τόσο άστοχα, τόσο δωρεάν – λες και για να πάρει πολιτικά εύσημα – λες και ο Πάμπλο του δεν αρκούσε να τα παντρέψει και να το χορέψει με το νήμα του όλ’ αυτά. Θα τον αγαπώ γιατί αποπνέει καλοκαίρι, γιατί είναι ήλιος, θάλασσα, Μπακάλοβ, ένα τραγούδι που αχνακούγεται ελπιδοφόρα κάθε που ηλιοκαίγεσαι, ένα ταγκό αυτοδίδακτο. Γιατί είναι περί της ασθένειας του έρωτος που, προς Θεού, φάρμακο δεν επιδέχεται και δεν αποζητά, γιατί τελικά και στο κάτω-κάτω, αποκαλύπτει αναιδώς κι εκτάκτως πως η ποίηση ανήκει σ’ αυτούς και μόνο σ’ αυτούς που την έχουν ανάγκη.