Ο Βασιλιάς Μου

Η ταινία που άνοιξε το 17ο Φεστιβάλ Γαλλόφωνου κινηματογράφου της Αθήνας και χάρισε στην Εμανουέλ Μπερκό το βραβείο καλύτερης ηθοποιού στο Φεστιβάλ των Καννών, είναι ένα γλυκόπικρο, αλλά ελάχιστα πρωτότυπο, χρονικό μιας σχέσης δέκα ετών, μέσα από τα μάτια μιας τραυματισμένης (σωματικά και ψυχικά) ηρωίδας.

Elle 20 Μαρ. 16
Ο Βασιλιάς Μου

Εγκλωβισμένη σε ένα κέντρο αποκατάστασης, μετά από ένα σοβαρό ατύχημα που είχε ενώ έκανε σκι, η Τόνι βρίσκει τον απαραίτητο χρόνο για να θυμηθεί τον εκρηκτικό έρωτά της με τον Τζόρτζιο. Αφημένη στα χέρια των νοσοκόμων, και υπό την επήρεια των παυσίπονων, θα προσπαθήσει να βάλει σε μια τάξη τις σκέψεις της και να συναρμολογήσει με λογικό τρόπο τα γεγονότα που συγκροτούν την κοινή τους ιστορία. Η σωματική επούλωση είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη συναισθηματική.

Το φιλμ ξεκινά με το ατύχημα της Τόνι, για το οποίο δεν είμαστε απολύτως σίγουροι αν ήταν όντως ατύχημα ή αν επίτηδες έβλαψε τον εαυτό της. Μετά την έναρξη αυτή, η ταινία μοιράζεται ανάμεσα σε χρονικές μετατοπίσεις, ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν: από την μια έχουμε σκηνές σε φλας-μπακ που παρουσιάζουν τον τρόπο με τον οποίο η Τόνι γνωρίζει και ερωτεύεται κεραυνοβόλα τον Τζόρτζιο, κι από την άλλη τις προσπάθειες του νοσηλευτικού προσωπικού να γιατρέψει το χτυπημένο γόνατο της ηρωίδας.

Δεν θα βρούμε, βέβαια, και ιδιαίτερη πρωτοτυπία στην έκθεση όλων των σταδίων από τα οποία διέρχεται αυτή η ταλαιπωρημένη σχέση. Ο Τζόρτζιο (σταθερά επαρκής ο Βενσάν Κασέλ) είναι ο –τυπικά μυστηριώδης και ακαταμάχητος στα μάτια της Τόνι, παρά τις ατέλειες του- αυτοκαταστροφικός άντρας που είναι επιρρεπής στην απιστία και τις καταχρήσεις, ενώ αντιμετωπίζει και ζητήματα οικονομικής δυσπραγίας. Η Τόνι, από την άλλη, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες της εξαιρετικής Μπερκό να της προσδώσει πυκνή χαρακτηρολογική υπόσταση, θυμίζει περισσότερο μια συρραφή ψευτορομαντικών στερεοτύπων για τη γυναίκα που υπομένει και αγαπά άνευ όρων, ανίκανη να διαχειριστεί το πάθος της, παρά αληθινό άνθρωπο.

Παρά το γεγονός ότι η σκηνοθέτιδα, Μαϊγουέν (πρώην σύζυγος του Λικ Μπεσόν που είχε παίξει και σε κάποιες ταινίες του, όπως για παράδειγμα το «Πέμπτο Στοιχείο»), καταφέρνει να αποσπάσει νατουραλιστικές ερμηνείες από τους ηθοποιούς της, δίνοντας συχνά και το περιθώριο να αυτοσχεδιάσουν, η ματιά της στα προβλήματα του γάμου και την πολυπλοκότητα των ανθρώπινων σχέσεων, δεν έχει τίποτα το ριζοσπαστικό. Αντιθέτως, έχουμε διαρκώς την αίσθηση ότι όλα αυτά τα έχουμε ξαναδεί τόσες φορές στο σινεμά, που το φιλμ αφήνει στο τέλος την επίγευση ενός, βαρυφορτωμένου με περιστατικά, δίωρου déjà-vu.

Τα σκηνοθετικά ευρήματα της Μαϊγουέν, άλλοτε λειτουργούν κι άλλοτε όχι, αλλά το βασικό πρόβλημα βρίσκεται στο σενάριο που συνυπογράφει με τον Ετιέν Κομάρ. Η προσήλωσή τους στον ρεαλισμό και την ανάδειξη λεπτομερειών από τη ζωή των λεγόμενων «απλών, καθημερινών ανθρώπων», φλερτάρει με το μελόδραμα (έχει δε, στερεοτυπική δομή), ενώ η ψυχολογική εμβάθυνση σε πρόσωπα και συμπεριφορές, προκύπτει ανολοκλήρωτη και λίγο βεβιασμένη.

Τα σκαμπανεβάσματα στη σχέση, οι αντιθέσεις μεταξύ των χαρακτήρων (και ο τρόπος με τον οποίο υπερβαίνουν τις αντιφάσεις τους, σε μια διαλεκτική πορεία αλληλοσυμπλήρωσης), οι εναλλασσόμενες αντιστίξεις κωμικού και δραματικού καθώς και το –μάλλον συντηρητικό και ενοχλητικά μικροαστικό στην ουσία του- επιμύθιο ότι η αγάπη νικάει όλα τα εμπόδια, είναι πράγματα με τα οποία ο ευρωπαϊκός (και όχι μόνο) κινηματογράφος έχει ασχοληθεί υπερβολικά πολλές φορές, για να νιώσει κι ο πιο καλοπροαίρετος, ή επιρρεπής στη συγκίνηση, θεατής ότι ο «Βασιλιάς Μου» έχει κάτι καινούργιο να του πει.

Ακολουθήστε το ELLE στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα!

Σχετικά θέματα:

MHT