Αφήνοντας για λίγο στην άκρη τις βαθιές φιλοσοφικές προσεγγίσεις (χωρίς ωστόσο να τις εγκαταλείπει πλήρως) ο ευφυής σκηνοθέτης Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ, δύο χρόνια μετά το ομολογουμένως πιο τολμηρό αριστούργημά του, μοιάζει να συνεχίζει ακριβώς εκεί που σταμάτησε. Εγκαταλείποντας μετά από δώδεκα χρόνια (σχεδόν σε πραγματικό χρόνο) τον Μέισον του «Μεγαλώνοντας» λίγο πριν το κατώφλι των κολεγιακών του χρόνων, καταπιάνεται με τη ζωή μιας ομάδας έφηβων και φιλόδοξων παιχτών του μπέισμπολ στις αρχές της δεκατείας του ογδόντα, ακριβώς τρεις μέρες πριν ξεκινήσει το πρώτο τους εξάμηνο στο φανταστικό πανεπιστήμιο South Texas. Μένοντας σε ένα ημι-κατεστραμμένο (σε στιλ αδελφότητας) κτίριο, θα προσπαθήσουν να γεμίσουν το νεκρό χρόνο με εξίσου νεκρές και ανούσιες δραστηριότητες που περιλαμβάνουν παντός είδους πάρτι, ποτό μέχρι τελικής πτώσης, χρήση ελαφρών ναρκωτικών και πολλές πολλές γυναίκες. Ο δημιουργός, παρατηρώντας την παρέα των νεαρών που ξεχειλίζει από τεστοστερόνη να μετατρέπει κυριολεκτικά τα πάντα σε έναν εξουθενωτικό ανταγωνισμό, εγκαταλείπει οτιδήποτε αρνητικό η στοχαστικό και παραθέτει μια ηδονική, ημι-αυτοβιογραφική κωμωδία, που στην ουσία της μοιράζεται πολλά κοινά στοιχεία με όλες τις άλλες του δημιουργίες.
Με καταπληκτική αυθεντικότητα και χωρίς ίχνος επίπλαστης αναπαράστασης που θα οδηγούσε σε κάτι περισσότερο τηλεοπτικό και λιγότερο κινηματογραφικό, ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος σκιαγραφεί πώς είναι να είσαι νέος και αρσενικός στην Αμερική των 80s, επενδύοντας ωστόσο σχεδόν τα πάντα με μια αθωότητα που κάνει ακόμη και το πιο σεξιστικό σχόλιο να μοιάζει με ντροπαλή φιλοφρόνηση. Οι μάτσο άλφα αρσενικοί που συνωστίζονται στους κοιτώνες του κολεγίου επιδεικνύοντας την υπεροψία αρχηγού αγέλης και αναμετρώντας ποιανού η σεξουαλική διέγερση είναι η μεγαλύτερη, δεν είναι παρά μικρά παιδιά λουσμένα από την κορφή ως τα νύχια με φτηνό αποσμητικό, που βασίζονται άρρηκτα στο ασυνείδητο ταξικό τους ταίριασμα και που θα συμμαχούσαν ή θα μυούνταν σε οποιοδήποτε κοινωνικό πανεπιστημιακό γκρουπ προκειμένου να βρουν κορίτσια.
Το ταξίδι προς την έναρξη της χρονιάς μετρά αντίστροφα, χωρίς όμως να προσδίδει κανένα στοιχείο δραματοποίησης, κλιμάκωσης ή ανατροπής. Η ελαφρώς εκτός εστίασης λήψη της κάμερας, όπως και η κοκκώδης ύφη της φωτογραφίας αναπαράγουν με πιστότητα την αίσθηση μιας κολεγιακής ταινίας των προηγούμενων τριάντα χρόνων, ωστόσο όμως -αν και αόριστα ή τόσο ανεπαίσθητα που περνούν σχεδόν απαρατήρητα- τα κυρίαρχα θέματα ολόκληρης της ενδιαφέρουσας φιλμογραφίας του δημιουργού είναι και πάλι εκεί. Μπορεί το εν λόγω φιλμ να μη μοιράζεται τη διεισδυτική ματιά του «Μεγαλώνοντας» ή τη βαθιά διαλεκτικότητα της τριλογίας του «Πριν το ξημέρωμα/ηλιοβασίλεμα/μεσάνυχτα» όμως διατηρεί ολοκάθαρα μια γεύση από το παρελθόν (ή σωστότερα από το πέρασμα του χρόνου) που σε κάνει να αναρωτιέσαι πώς θα μπορούσαν να είναι όλοι αυτοί οι πανέμορφοι και καλογυμνασμένοι φοιτητές τώρα. Όλα τα γεγονότα μοιάζουν να συνδέονται με μια μεγαλόπρεπη αφέλεια μέσα σε ένα αιώνιο παρόν. Η κωμωδία βρίσκεται συνεχώς στο προσκήνιο χωρίς υπαινιγμούς και με ελάχιστες αναφορές (ίσως μόνο το κουστούμι της ‘Αλίκης στη χωρά των θαυμάτων’ στο πάρτι των φοιτητών κάλων τεχνών ξεχωρίζει) με τον ίδιο τον σκηνοθέτη να νοσταλγεί εκείνη την περίοδο στην οποία η ιδέα της ενηλικίωσης δεν είχε κανένα απολύτως νόημα. Τότε που δεν μπορούσες να σκεφτείς τον εαυτό σου να μεγαλώνει. Η απουσία κάποιου κεντρικού δραματικού συμβάντος το οποίο φαίνεται να αποζητούν και οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές, αντί να αποδυναμώνει, αντιθέτως εμπλουτίζει το εγχείρημα με την πολυπλοκότητα της καθημερινότητας, που ορίζει τις επιθυμίες, τις αποφάσεις, τους στόχους και τις ανθρώπινες σχέσεις. Την πολυπλοκότητα τελικά της ίδιας της ανθρώπινης ύπαρξης. Και εκεί είναι που όλες οι ταινίες του Λινκλέιτερ συνδέονται ιδιότυπα και αποκτούν νόημα.
Εάν εξ αρχής βάλεις στην άκρη τις όποιες επικρίσεις στη συμπεριφορά των χαρακτήρων (κάποιοι εκ των οποίων στερούνται βάθους) ή τις τυποποιημένες και σε στιγμές αρκετά σεξιστικές αντιδράσεις προς τις γυναίκες, θα συνειδητοποιήσεις ότι σχεδόν όλα δουλεύουν καλοκουρδισμένα, δίνοντας την αίσθηση της νοσταλγικής αναβίωσης και όχι της άφελους αντιγραφής. Επενδυμένο για ακόμη μια φορά με μια εξαιρετική επιλογή τραγουδιών-συμβόλων μιας ολόκληρης γενιάς, το φιλμ θα ικανοποιήσει σχεδόν όλους, ακόμη και αυτούς που δεν σχετίζονται με την πραγματικότητα της εποχής. Κρατώντας ως σημαντικότερο αφηγηματικό στοιχείο την προσπάθεια της σκηνοθεσίας να αποδομήσει το φιλμικό αρχέτυπο του νταή και μυώδη αθλητή, χωρίς ίχνος μυαλού η προσωπικότητας, συμπεραίνεις ότι αυτή η γλυκιά και καλοσχεδιασμένη ταινία, χωρίς καθόλου να ηθικολογεί, μιλά για μια αθωότητα που κάποτε φάνταζε προνόμιο. Για τη σεμνότητα της απόλυτης απελευθέρωσης. Και τελικά για την απόκτηση εμπειρίας που έρχεται ακόμη κι αν, απλά και δίχως ιδιαίτερο νόημα, αφήνεις το χρόνο να περνά.