Η νέα ταινία του Ερνέστο Κοντρέρας, που κέρδισε το βραβείο κοινού στο φετινό Σάντανς, έχει σε εκλέπτυνση όλα τα υλικά που διακρίνουν μια τυπική ταινία που θα κερδίσει βραβείο κοινού σ’ ένα φεστιβάλ. Το κυριότερο των οποίων είναι η απόφασή της να παρασύρει τον κόσμο της σε ό,τι έχει να πει, στην προσήλωσή της στη συναισθηματική νοημοσύνη του θεατή της. Αυτό σημαίνει πως όσο περισσότερο απευθυνθεί σε πτυχές που προκαλούν συγκίνηση (εδώ, ο έρωτας, ο χρόνος, η στέρηση της ελευθερίας, το παρελθόν, το γήρας) κι όσο συγκινητικότερα παρουσιαστεί αυτό για το μεγάλο κοινό (πες με μελόδραμα) ή όσο προσεκτικότερα αποφευχθούν «ασάφειες», που συνήθως αποξενώνουν τον ευκαιριακό θεατή, τόσο καλύτερα. Αν επίσης πουλήσεις σ’ ένα φεστιβάλ, ασυνήθιστο επικάλυμμα ευαισθητοποίησης (εδώ, μια ξεχασμένη περιοχή του Μεξικό και, τζάκποτ, μια ολόκληρη γλώσσα που πάει να χαθεί) τότε έχεις τον κόσμο με το μέρος σου.
Το θέμα βέβαια εδώ είναι πως το έργο κι έτσι είναι ευπρεπές, συγκινητικό, εναρμονισμένο με φεστιβαλικές θεματικές ευαισθησίες. Είχε όμως στιγμές, και μάλιστα διάσπαρτες, όχι μόνο στη θαυμάσια αρχή, που έμοιαζε να ήθελε να είναι ένα άλλο, καλύτερο, έργο. Και όχι μόνο δραματουργικά πληρέστερο – προσωπικά η δραματουργία με απασχολεί σε ταινίες που τις απασχολεί, όχι σε κείνες που παίζουν σε τερέν κινηματογραφικότερα. Και τούτο, αλήθεια είναι, πως με αυτή την αρχική σκηνή στο ξέφωτο, που ακούγεται η εξαφανιζόμενη γλώσσα, με προδιέθεσε για κάτι παραπάνω. Κι όταν στη συνέχεια, παρότι πρόωρα αποκαλύπτοντας το μυστικό της (είναι εντυπωσιακή η άρνηση του πλήθους των σημερινών ταινιών να αγκαλιάσουν το μυστήριο), έφτιαξε σκηνές που ακούγεται η γλώσσα χωρίς υπότιτλους, σε κέντρισε η διακριτικότητά της να πάρει το μέρος των χαρακτήρων παρά ημών απορημένων.
Μια ρομαντική ιστορία, που στην κλιμάκωσή της θα διαλέξει το χιούμορ δίπλα στον μυστικισμό της, υπερθεματίζοντας το happy end.
Κάποια στιγμή ακούγεται ένα «αυτά που δεν ειπώθηκαν ποτέ, θα παραμείνουν ανείπωτα». Είναι, κατά την γνώμη μου, δείγμα υψηλού κινηματογράφου αυτό που αντιλαμβάνεται τους ανθρώπους του αυθύπαρκτα, δίχως την παραμικρή συνάρτηση με τους θεατές τους. Το σινεμά είναι φύσει αδιάκριτη τέχνη, δεν χρειάζεται περαιτέρω διείσδυση στα μυστικά των ανθρώπων που το στοιχειώνουν. Είναι εκεί μπροστά μας, μια σωστή σκηνοθεσία μπορεί παρατηρώντας τους να μεταδώσει στον θεατή αυτό που θέλει εκείνη – αντί να καταφύγει στην «ευκολία» να βάλει τους ανθρώπους της να το πουν.
Στο «Ονειρεύομαι Σε Άλλη Γλώσσα», αν αφήσεις κατά μέρους τέτοιες έγνοιες, ανάλογα βέβαια και πως βλέπεις εσύ τις ταινίες σου, θα πάρεις ένα πεζό, αντί ποίημα, μαγικού ρεαλισμού, πραγματικά έξοχα φωτογραφημένο. Θα πάρεις μια φυσιολατρεία έκπαγλης καλλονής, θα πάρεις έμμεσα και λόγο που η έννοια της εθνικότητας (αναπόσπαστο μέρος η γλώσσα βέβαια) σβήνεται σιγά–σιγά με αγγλοσαξονική γομολάστιχα. Θα πάρεις τέλος και μια ρομαντική ιστορία, που στην κλιμάκωσή της θα διαλέξει το χιούμορ δίπλα στον μυστικισμό της, υπερθεματίζοντας το happy end (επίσης το αγαπά ο κόσμος αυτό, ιδίως αν του το κάνεις να φανεί «κερδισμένο», όπως μόνο ένα φεστιβαλικό arthouse μπορεί) και αφήνοντας γύρω-γύρω να πεταρίζουν, σαν χαμένες λέξεις μιας άγνωστης γλώσσας, οι εγκαταλειμμένες προσδοκίες μιας ζωής που δεν βιώθηκε για λόγους που δεν μας απασχόλησαν.