Κινηματογραφημένο θαρρείς μέσα σε λίγες ώρες (παρότι χρειάστηκαν περίπου δύο χρόνια για να ολοκληρωθεί) και αφήνοντας την εντύπωση, από την αρχή ως το τέλος, ότι γνωρίζει πολύ καλά τα όριά του, το «Όντως Φιλιούνται;» του Γιάννη Κορρέ στήνει αυτί και αφουγκράζεται τις -πολλές φορές χωρίς νόημα και ειρμό- συζητήσεις ενός νέου ζευγαριού με τον τοπικό τους drug dealer, καθώς το ένα «σκοτεινό» τσιγάρο διαδέχεται το άλλο και ο βαρύς καπνός γεμίζει το σχεδόν φοιτητικής αισθητικής μικρό σαλόνι, κάνοντας ακόμη και το θεατή να μην τον νοιάζει αν τελικά δοθούν οι πολυπόθητες απαντήσεις στα ατέλειωτα ερωτηματικά που θέτει η αδόμητη και σε στιγμές σουρεαλιστικά ενδοσκοπική κουβέντα.
Η Στέλλα, ο Ντάνυ (κυρίως) και ο Αχιλλέας, μέσα σε αυτά τα εβδομήντα πέντε λεπτά που διαρκεί το μικρό και χαριτωμένο φιλμ του Κορρέ, προσπαθούν να εντοπίσουν, να ανακαλύψουν, ή καλύτερα να εκφράσουν με το δικό τους αδόκιμο τρόπο, την ουσία του τι σημαίνει να δένεσαι, να αλληλεπιδράς και να υπάρχεις στις μικρές εκείνες σκηνές της ζωής και της καθημερινότητας του άλλου. Διακριτικά επηρεασμένος από ανεξάρτητες (κυρίως αμερικάνικες) δημιουργίες και άρρηκτα συνδεδεμένος με ένα σύγχρονο «αστικό» καλλιτεχνικό ρεύμα (μοιράζεται πολλά κοινά χαρακτηριστικά με το «Άφτερλωβ» του Στέργιου Πάσχου, ακόμη και την πρωταγωνίστρια, Ηρώ Μπέζου) ο αναμφίβολα ταλαντούχος σκηνοθέτης προσπαθεί να παραδώσει μια μεταμοντέρνα και αντισυμβατική ρομαντική κομεντί μιας ολόκληρης γενιάς, χωρίς ωστόσο να μετατρέπει τους χαρακτήρες του σε μεμψίμοιρα σύμβολα μιας χώρας σε αδιαμφισβήτητη και χωρίς διέξοδο κρίση. Η ματιά παραμένει τολμηρή, γλυκιά, πολλές φορές και ελαφρώς περιπαικτική, έχοντας τον νατουραλισμό (κυρίως των διαλόγων) και την αυτοαναφορικότητα στην αφήγηση ως τα πιο σημαντικά του όπλα. Στα θετικά στοιχεία συγκαταλέγεται επίσης και το ανεπαίσθητα εκφραστικό σάουντρακ του The boy aka Αλέξανδρου Βούλγαρη, ο οποίος εμφανίζεται στο ίσως πιο ξεκαρδιστικά αμήχανο φλας μπακ του φιλμ.
Το πρόβλημα ωστόσο μοιάζει να εμφανίζεται, όχι στην σκηνοθετική προσέγγιση, ούτε στις πάμπολλες και ως επί το πλείστον εύστροφες σινεφίλ αναφορές, αλλά στην επαναληψιμότητα στην οποία το φιλμ παγιδεύεται κυρίως από μόνο του, αφού οι διάλογοι φτάνουν σε στιγμές να ακούγονται εξυπνακίστικοι, οι μεσότιτλοι (έξυπνη τόσο η επιλογή όσο και οι εναλλαγές των χρωμάτων τους) χάνουν σταδιακά την αποτελεσματικότητά τους και η αίσθηση που δίνεται τελικά είναι ότι σιγά σιγά το σενάριο οδηγείται σε μια ελαφρώς αυτάρεσκη άσκηση ύφους, διολισθαίνοντας ταυτόχρονα και σε μια στερεοτυπική αποτύπωση της μάχης των φύλων, η οποία φαίνεται να ασπάζεται μεν νέους όρους, που όμως, αν κοιτάξεις βαθιά μέσα τους, τόσο νέοι τελικά δεν είναι.
Αν μέσα σε όλα αυτά προσθέσεις το γεγονός ότι η ιστορία που σταδιακά ξεδιπλώνεται αφορά κυρίως έναν από τους πρωταγωνιστές, οδηγείσαι γρήγορα στο συμπέρασμα ότι η εικόνες της γενικής αποστασιοποίησης αλλά παράλληλα και της βαθιάς ντροπαλότητας που η ταινία ισοσταθμίζει, μοιάζουν ελαφρώς επιτηδευμένες. Τρυφερότητα παρόλα αυτά υπάρχει και εμφανίζεται αποδοτικότατα εκεί που δεν το περιμένεις. Όχι στις ιδιοτροπίες του Ντάνυ (ένας φυσικότατος «Βαν Γκογκ» Θανάσης Πετρόπουλος, βραβευμένος ως καλύτερος πρωτοεμφανιζόμενος ηθοποιός στις 23ες Νύχτες Πρεμιέρας), ούτε στους κλισέ τσαμπουκάδες της Στέλλας. Αλλά σε εκείνο το ξαφνικό φιλί που σκάει όταν ένα χαλασμένο ρολόι μοιραία θα δείξει τη σωστή ώρα δύο φορές την ημέρα.