Στις ορεινές και πιο απομακρυσμένες περιοχές της σημερινής Βόρειας Αλβανίας εξακολουθεί να εφαρμόζεται ένας ανορθόδοξος νόμος που έχει τις ρίζες του στον 15ο αιώνα και ονομάζεται Κανούν. Σύμφωνα με αυτόν, οποιαδήποτε γυναίκα επιθυμεί να ξεφύγει από τον ασφυκτικά περιοριστικό κοινωνικό ρόλο της, ο οποίος την θεωρεί καταχρηστικά κτήμα του άνδρα, την προορίζει ασυζητητί για σύζυγο ή υπηρέτρια και της στερεί βασικά δικαιώματα (από το να ψηφίζει και να βιοπορίζεται μόνη μέχρι το να καπνίζει, να οδηγεί και να διατηρεί κανονικές συναναστροφές), μπορεί να γίνει «μπουρνέσα» (ορκισμένη παρθένα) και να κερδίσει την ελευθερία της.
Προκειμένου να εξισωθεί με τον αρσενικό πληθυσμό της κοινότητας στην οποία ανήκει, η γυναίκα που έπαιρνε αυτή την απόφαση όφειλε να απαρνηθεί εντελώς τη θηλυκή ταυτότητά της. Θα έπρεπε να κόψει κοντά τα μαλλιά της, να φοράει αποκλειστικά ανδρικό ρουχισμό, να κρύβει επιμελώς το στήθος της, να αλλάξει το όνομά της, να οπλοφορεί και, κυρίως, να απέχει δια παντός από κάθε σεξουαλική επαφή και κάθε αισθηματικό ενδεχόμενο.
Στερημένες από ουσιαστική αγάπη, από το δώρο της συντροφικότητας, από την αναγκαία επαφή του ανθρώπου με τις αισθήσεις του και από κάθε σεξουαλική ηδονή, οι γυναίκες αυτές κατέληγαν να ζουν σαν αγρίμια, μόνες και φυλακισμένες σε έναν διαρκή πρωτογονισμό.
Μια τέτοια γυναίκα είναι και η ηρωίδα του φιλμ. Κατόπιν πρωτοβουλίας του θετού της πατέρα, η Χάνα επικαλείται τον εθιμικό νόμο, δίνει όρκο διαρκούς παρθενίας, μετονομάζεται σε Μαρκ και αρχίζει να ζει ως άντρας στο ορεινό της χωριό.
Η «Ορκισμένη Παρθένα» μιλά για το αναπόφευκτο κάλεσμα των ενστίκτων, για τους άγραφους νόμους των αισθήσεων και για την ανεξαρτησία που επιτυγχάνεται μέσα από τη διεκδίκηση της σεξουαλικότητας και την αυτογνωσία.
Μια δεκαετία αργότερα, όμως, όταν όλοι της οι συγγενείς έχουν πλέον αποδημήσει στους ουρανούς, η Χάνα αποφασίζει να εγκαταλείψει οριστικά το χωριό της, να περάσει τα σύνορα και να ταξιδέψει στην Ιταλία, να ζητήσει προσωρινό καταφύγιο στο σπίτι της μοναδικής οικογένειας που της έχει απομείνει και εκεί να προσπαθήσει να κερδίσει πίσω τα χρόνια και τη ζωή που έχασε.
Η ιστορία που μεταχειρίζεται το φιλμ είναι απλή και ξετυλίγεται εξίσου λιτά. Πίσω από την περίπτωση μιας καταπιεσμένης γυναίκας η οποία γυρεύει να διεκδικήσει πίσω την εξοστρακισμένη πραγματική της φύση, η «Ορκισμένη Παρθένα» μιλά για το αναπόφευκτο κάλεσμα των ενστίκτων, για τους άγραφους νόμους των αισθήσεων που έρχονται αναπόφευκτα κάποια στιγμή σε σύγκρουση με τους κατασταλτικούς κοινωνικούς κανόνες και για την ουσιαστική και πλήρη ανεξαρτησία που επιτυγχάνεται μέσα από τη διεκδίκηση της σεξουαλικότητας και την γνωριμία καθενός με τον αληθινό εαυτό του.
Φανερά συγκρατημένη στην αφήγηση και στο βλέμμα της, μάλλον επειδή επιχειρεί εδώ την πρώτη της μεγάλου μήκους σκηνοθεσία, η Λάουρα Μπισπούρι αποφεύγει τα ανεξερεύνητα ψυχολογικά βάθη, προτιμώντας τις ξεκάθαρες παραθέσεις και τους εύκολα ορατούς συμβολισμούς.
Η δημιουργία της διατηρείται χαμηλόφωνη και σχετικά διακριτική μέχρι τέλους, περιορίζοντας τις εντάσεις, τις άβολες ερωτήσεις και τις ηχηρές δηλώσεις. Στο επίκεντρό της τοποθετεί, παρ' όλα αυτά, την θαυμάσια Άλμπα Ρορμπάκερ («Τα Θαύματα», «Πεινασμένες Καρδιές») και της αναθέτει τον δύσκολο ρόλο της ανθρώπινης πυξίδας που αγωνίζεται να ανοίξει δρόμο μέσα από τα δαιδαλώδη μονοπάτια της επιθυμίας, του φόβου, της παραδοχής και της αυτογνωσίας. Η παρουσία της ηθοποιού γίνεται το δύσκαμπτο σώμα και η βασανισμένη ψυχή της ταινίας.