Ο Ρομάν, κληρονομεί ένα τεράστιο κομμάτι άγονης γης από τον παππού του στα σύνορα Ρουμανίας-Ουκρανίας και αποφασισμένος να το πουλήσει πηγαίνει ο ίδιος εκεί για να ολοκληρώσει τις διαπραγματεύσεις. Προειδοποιείται όμως από τον τοπικό και βαριά άρρωστο χωροφύλακα ότι ο πρόσφατα εκλιπών συγγενής του ήταν στην πραγματικότητα ο αρχιμαφιόζος της περιοχής και ότι οι άνδρες του δεν πρόκειται να αφήσουν εύκολα τη γη χωρίς να παλέψουν γι' αυτήν.
Στο σκηνοθετικό του ντεμπούτο ο Μίριτσα κατασκευάζει ένα αγροτικό αστυνομικό θρίλερ αναπαράγοντας με συνέπεια τους κινηματογραφικούς όρους ενός κυνικού και μηδενιστικού genre που κεντρίζει το ενδιαφέρον από τα πρώτα του κιόλας δευτερόλεπτα, αφού η εισαγωγική σκηνή φέρνει στο νου ταραντινικούς (και όχι μόνο) αντικατοπτρισμούς, ενορχηστρώνοντας αλληλουχίες ωμής βίας μέσα στην απλότητά της. Όλα σε αυτόν τον σκληρό και αφιλόξενο τόπο, πληγώνουν και εκδηλώνουν στον πρωταγωνιστή πως είναι ανεπιθύμητος, από τα αιχμηρά συρματοπλέγματα που ανούσια περιφράζουν το τίποτα, μέχρι το μεγάλο άγριο σκυλί του αγροκτήματος που σαρκαστικά ονομάζεται «Αστυνομία». Καθώς ο κλοιός σφίγγει όλο και περισσότερο και οι απειλές γίνονται όλο και πιο καταφανείς (εκδηλωμένες κυρίως μέσω του επόμενου στη διαδοχή κακοποιού, του Βλαντ Ιβάνοφ του «4 μήνες, 3 εβδομάδες και 2 μέρες» , ο ήρωας αρχίζει να αντιλαμβάνεται ότι σε αυτόν τον απομονωμένο κόσμο οι άνθρωποι “αστειεύονται” φοβερίζοντας και παλεύουν μέσα στο σκοτάδι για να συνεννοηθούν.
Εξαιρετική, μίνιμαλ κινηματογράφηση και δυστοπικό αλλά λουσμένο στο φως καδράρισμα συνθέτουν μια ταινία πραγματική πρόκληση, που έκανε πρεμιέρα στο τμήμα «Ένα Κάποιο Βλέμμα» του πρόσφατου φεστιβάλ των Καννών. Μπορεί προς το φινάλε της να ολοκληρώνει την αφήγηση λίγο συνοπτικά ή απότομα, όμως είναι ξεκάθαρο ότι ο Μίρικα ξέρει πολύ καλά τη δουλειά του, γεμίζοντας το φιλμ με συμβολισμούς που κόβουν βαθιά, σκιαγραφώντας με αυτοπεποίθηση τις χρονικά ακαθόριστες βαθμιαίες κορυφώσεις του σασπένς και αφήνοντας μια ισοπεδωτική αίσθηση ματαιότητας που μοιάζει να τονίζει ότι το να παρομοιάζεις τους ανθρώπους με ζώα (ο αυθεντικός τίτλος του φιλμ είναι «Câini», δηλαδή «Σκυλιά») είναι μάλλον άδικο για τα ίδια.