Τυχερός πρέπει να νιώθει ο βρετανός σκηνοθέτης Άνταμ Σμιθ που έπεισε τους Μάικλ Φασμπέντερ και Μπρένταν Γκλίσον να παίξουν σε ένα φιλμ που φαίνεται ενδιαφέρον ως ιδέα, καθώς πέρα από ένα οικογενειακό δράμα κρύβει μέσα του περισσότερες κοινωνικές προεκτάσεις , αλλά χάνει το δρόμο του σχεδόν από την αρχή. Ο Γκλίσον υποδύεται τον πατέρα που διοικεί μια μικρή ομάδα παρίων που ζει εκμεταλλευόμενη τον πλούσιο κοινωνικό της περίγυρο και δεν έχει κανένα απολύτως ηθικό πρόβλημα με αυτό.
Το πρόβλημα θα προκύψει όταν ο γιος (Φασμπέντερ) θα δει τη ζωή διαφορετικά αντιλαμβανόμενος πως πρέπει να ξεφύγει από αυτή την περίεργη φυλακή. Οι συγκρούσεις τους γίνονται ορατές με συνεχόμενα κοντινά πάνω στις έντονες αντιδράσεις τους, με τους 2 ηθοποιούς να μην χάνουν την ευκαιρία να επιδεικνύουν το ταλέντο τους. Αυτό το κάνουν όμως γιατί δεν φαίνεται να έχουν διακριτές σκηνοθετικές οδηγίες και προχωρούν έτσι, κάπως στην τύχη, την ιστορία. Βλέποντάς την κάποιος σε κομμάτια, πιθανα να ξεχωρίσει μικρού μήκους αναλαμπές, αλλά ποτέ δε μπορεί να συμπεράνει κάτι συγκροτημένο μέσα από φωνές και καυγάδες που γρήγορα γίνονται κουραστικοί.