Ο Βέντερς στα 40 του χρόνια, γερμανο γαλλική παραγωγή, Χρυσός Φοίνικας στις Κάννες, μια ταινία που επεκτείνει τον όρο καλτ στη μυσταγωγία, στην ώρα της Τερλίνγκουα, της τεξανής ερήμου, όπου δεν υπάρχει χρόνος, όπου δεν υπάρχει τίποτα για την ακρίβεια, παρα μόνο η μινιμαλιστική μουσική του Ράι Κούτνερ.
-Παρίσι. Έχεις πάει ποτέ στο Παρίσι;
-Είναι λιγάκι έξω από το δρόμο μας. Δεν προλαβαίνουμε.
-Γιατί;
Δεν είναι ασυνήθιστο για τον Βέντερς (ούτε, άλλωστε και για τον Σαμ Σέπαρντ που εγραψε το σενάριο) να ασχολείται με τον άνθρωπο που αναζητά την ταυτότητά του στον σύγχρονο κόσμο. Σε αυτή, όμως τη μελαγχολική ιστορία, όπου ο Τράβις περπατάει για τέσσερα χρόνια στο πουθενά, επιζητώντας την ασφάλεια του μέρους όπου γεννήθηκε, απ' όπου ξεκίνησε, η πορεία είναι όχι αδιέξοδη, απλώς κυκλική, σαν όλη η ταινία να αποτελεί μια παρένθεση, ένα διάλειμμα στη σταυροφορία του πρωταγωνιστή. Ο Τράβις διανύει μια ευθεία γραμμή, από τη συμβατική ζωή του πάθους και των παθών προς ένα άδειο οικόπεδο που αγόρασε δι' αλληλογραφίας, όπου δεν υπάρχει τίποτα, παρά μόνο οι ρίζες του, παγιδευμένος στη στιγμή της σύλληψής του, στο Παρίσι…του Τέξας.
Η επανασύνδεση με τον γιο του και τη γυναίκα του, με την "κανονική" ζωή, την τρυφερότητα, τις σχέσεις, τη συναναστροφή, δεν αποτελεί το στόχο, αλλά μια παράκαμψη στο επιτακτικό ταξίδι του. Κι όσο αληθινή, αρμονική, μοιάζει η διαδρομή του Τράβις στην έρημο, τόσο αταίριαστη είναι η παρουσία του στον "ανθρώπινο" κόσμο, με την κάθε σκηνή της ταινίας να κλείνει με fade-out, σαν να σβήνουν τα φώτα της ύπαρξης, σαν να τελειώνει μια θεατρική πράξη και οι συντελεστές της -ή τουλάχιστον, ο βασικός συντελεστής, να ανυπομονεί να επιστρέψει στο καμαρίνι του, στην απομόνωσή του.
Όταν ο Τράβις περπατά στην έρημο, επικοινωνεί με τον εαυτό του με τρόπο απόλυτα άμεσο, απερίσπαστος, αυτόνομος. Όταν η "δράση" μεταφέρεται στην πόλη, στον πολιτισμό, η μόνη στιγμή αληθινής επικοινωνίας παρουσιάζεται με μεσολαβητή ένα τζάμι, που απαγορεύει την αμφίδρομη ορατότητα. Ο Τράβις, από τη μια πλευρά, η Τζέιν από την άλλη, ανάμεσά τους ένα γυάλινο φίλτρο που απορροφά τον ήχο και που επιτρέπει στον έναν να βλέπει τον άλλον όταν από τη μια πλευρά υπάρχει σκοτάδι και από την άλλη φως κι όπου το αμεσότερο εργαλείο επαφής είναι το τηλέφωνο.
Η μορφή του Τράβις καθρεφτίζεται στο πρόσωπο της Τζέιν, σε μια σχεδόν τυχαία σύζευξη, που τη βλέπει μόνο εκείνος, όχι εκείνη, και που κανείς δεν αισθάνεται γιατί η αφή είναι εμποδισμένη. Και όλα αυτά σε ένα ιδιόμορφο πορνείο για ματάκηδες ή για ανθρώπους που θέλουν να μιλούν και να βλέπουν χωρίς να αγγίζουν…ή να αγγίζονται. Και η αίσθηση της παρακμής είναι εντονότερη στην πόλη, στην οικογένεια, στην επαφή, παρά στη μοναχική αλλά απέραντη ξερή φύση.
Αινιγματικό το παιχνίδι του Βέντερς, με ρυθμούς αργούς, με πλάνα που κινούνται όχι με την ορμή και την κατεύθυνση της πορείας του Τράβις, αλλά με την στατικότητα της ερήμου του Τέξας, σε μια ταινία για ανθρώπους που δεν καταφέρνουν να βρουν αυτό που ζητούν. Τουλάχιστον, όχι εκεί όπου το ζητούν. (Λύδα Γαλανού)