Στις ξεφτισμένες εγκαταστάσεις του Ολυμπιακού Χωριού της Αθήνας, δέκα χρόνια μετά το πέρας των Αγώνων, μια χούφτα εφήβων βιώνει καθημερινά την πλήρη ανυπαρξία του να ζεις φτωχός και απροστάτευτος ανάμεσα σε χαλάσματα. Γύρω της υψώνονται αφιλόξενα, σκουριασμένα και βρόμικα τα απομεινάρια αλλοτινών και πρόσκαιρων θριάμβων για μια χώρα που λίγο καιρό αργότερα θα βούλιαζε στην κρίση.
Σαν ορφανά που καμιά οικογένεια δεν φαίνεται να επιθυμεί, τα αγόρια και τα κορίτσια του φιλμ μοιάζουν με παγιδευμένα αγρίμια, έτοιμα ανά πάσα στιγμή να επιτεθούν ή να κατασπαράξουν το ένα το άλλο. Ένα από τα αγόρια του φιλμ είναι και ο Δημήτρης που μετρά μονότονα τις μέρες πλάι στη χωρισμένη μάνα, την περιστασιακή γκόμενα, την εφήμερη δουλειά με το υποτυπώδες χαρτζιλίκι, το ζεστό καλοκαίρι που κυλάει ανώφελο και σχεδόν τιμωρητικό. Μέσα στον θυμό και τη σιωπηλή του απόγνωση αναζητά ένα μέρος για να ανήκει, ίσως μια ελπίδα για να συνεχίσει. Στην πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της Σοφίας Εξάρχου η ελπίδα μοιάζει, παρ' όλα αυτά, με πολυτέλεια προορισμένη αν όχι για λίγους και εκλεκτούς, σίγουρα όχι για εκείνον.
Η Εξάρχου συλλαμβάνει μια εμπειρία, μια υπαρξιακή κατάσταση ανάμεσα στο μηδέν και το μετέωρο, ένα χρονικό των απόκληρων και των ρημαγμένων
Με οδηγό τον 17χρονο ήρωά της (θαρραλέος και μαγνητικός στον δύσκολο ρόλο του ο Δημήτρης Κίτσος), η Εξάρχου βουτάει με τα παιδιά αυτά στο κενό τους και προσπαθεί να αποδώσει με όρους κινηματογραφικούς τον σκληρό κόσμο τους. Η σωματικότητα και η σπασμωδικότητα ορίζουν το ύφος της ταινίας. Οι εικόνες ιδρώνουν και καρδιοχτυπούν. Οι ήχοι πληγώνουν, εκκωφαντικοί και βίαιοι. Η φωτογραφία είναι χλωμή, μουντή, δεν ψαρεύει κομπλιμέντα. Και το ωμό ψυχοσυναισθηματικό τοπίο των χαμένων κορμιών και των ματαιωμένων ονείρων αποτυπώνεται στο «Park» γλαφυρά, αδρά, δίχως την παραμικρή εξιδανίκευση.
Με έναν επιθετικό και τραχύ ρεαλισμό η Εξάρχου δεν στρώνει κανένα αφηγηματικό χαλί για να βαδίσει ο θεατής. Συλλαμβάνει μια εμπειρία, μια υπαρξιακή κατάσταση ανάμεσα στο μηδέν και το μετέωρο, ένα χρονικό των απόκληρων και των ρημαγμένων. Και ίσως αυτή η επιλογή να ήταν πλήρως υποστηριγμένη αν το «Park» είχε ως αφετηρία του ένα κανονικό σενάριο αντί για αποσπασματικές (και συχνά σχηματικές) ιδέες και για μια αφηγηματική σύμβαση που βάζει τους ήρωες να περιφέρονται επαναληπτικά από το ένα σημείο στο άλλο, διανύοντας κύκλους γύρω από το Μεγάλο Αδιέξοδο.
Ακόμη κι αν η πρόθεση της σκηνοθέτιδος ήταν το να αποδώσει με κινηματογραφικούς όρους αυτό το αδιέξοδο, το αποτέλεσμα δεν την δικαιώνει πλήρως. Οι τρικυμιώδεις εικόνες και το ασταμάτητο διαπασών της ηχητικής μπάντας προσφέρουν ελάχιστες ανάσες στον θεατή. Το φιλμ εγκλωβίζει σαν μέγγενη το κοινό του. Και το «Park» καταλήγει σε έναν απλό περίπατο στην άγρια πλευρά.