Πάση Θυσία

Δυο αδέρφια ληστεύουν τράπεζες για να πληρώσουν μετά το χρέος τους προς αυτές, σε ένα οξυδερκές πάντρεμα της Αμερικανικής Άγριας Δύσης με το σύγχρονο χρηματοοικονομικό γίγνεσθαι.

Elle 16 Ιαν. 17
Πάση Θυσία

Η αγγλική φράση του τίτλου της ταινίας, όπως και η αντίστοιχή της ελληνική, όταν χρησιμοποιείται μετά από ρήμα που υποδηλώνει δράση, σημαίνει πως αυτή η δράση θα γίνει χωρίς να υπολογίζεται κανένα κόστος. Ακόμη και αν είναι ποινικό αδίκημα ή αφήσει πίσω θύματα, θα γίνει γιατί αυτός που την κάνει νοιώθει πως δεν έχει τίποτα να χάσει. Σαν τα 2 αδέρφια, τους βασικούς χαρακτήρες της ταινίας, που βλέπουν πως η ζωή τους μετατράπηκε σε κάτι τόσο ευτελές ώστε να νοιώθουν πως δε ρισκάρουν και πολλά.

Σημαίνει όμως και κάτι άλλο, καθώς χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίζει τραπεζικά έγγραφα που υποδηλώνουν αυστηρά πως ένα χρέος πρέπει να πληρωθεί ανεξαρτήτως της οικονομικής κατάστασης του οφειλέτη, και τα αδέρφια έχουν έναν τέτοιο βάρος πάνω τους. Οι ληστείες που κάνουν προς τα υποκαταστήματα της τράπεζας που τους κυνηγά για χρέος, με σκοπό να την ξεπληρώσουν, είναι ένα ιδιαίτερη περίπτωση εκδίκησης αλλά και μια γερή βάση της ηθικής γύρω από την οποία κινείται η ταινία του Μακένζι («Νεαρός Αδάμ», «Η Αίσθηση του Έρωτα») στην προσπάθεια να μελετήσει τις αιτίες μιας τέτοιας πράξης αλλά και σε ένα γενικότερο συμπέρασμα στο ποιος κλέβει ποιον.

Τοποθετημένο στο Τέξας, σε μέρη που μοιάζουν ξεχασμένα από Θεούς και ανθρώπους, το φιλμ θυμίζει το εντελώς διαφορετικής θεματολογίας «Last Picture Show» που γύρισε ο Πίτερ Μπογκντάνοβιτς το 1971 και έβλεπε το παρόν και το μέλλον της αμερικανικής ενδοχώρας. Ενός τοπίου που δεν επηρεάστηκε από το ανθρώπινο όραμα και μοιάζει με νεκροταφείο ψυχών και στο οποίο (για να έρθουμε στο τώρα) όσοι έμειναν δέχθηκαν, μεταξύ άλλων, ένα είδος οικονομικής σκλαβιάς για να μπορέσουν να ικανοποιήσουν τις βασικές τους ανάγκες, συμμετέχοντας με τον τρόπο τους σε μια κατάσταση που επιδεινώνεται συνεχώς. 

Ανάμεσα στις τράπεζες-στόχους και στους έρημους δρόμους διαφυγής των Κρις Πάιν και Μπεν Φόστερ (οι 2 πρωταγωνιστές), πέρα από τα πρόσωπά αυτών και όσων τους καταδιώκουν, το μόνο που βλέπουμε είναι πινακίδες χρεοκοπημένων επιχειρήσεων, διαφημίσεις για δάνεια και άμεσο «ζεστό» χρήμα στο χέρι και φυσικά, τη Μέκκα του τυχοδιώκτη, ένα καζίνο. Ένας συνδυασμός απελπισίας και πλαστικών ονείρων που δεν θα γίνουν πραγματικότητα, που εξωθεί κάποιον προς πράξεις που πιθανά δε φανταζόταν πως θα κάνει ποτέ. 

Και μέσα σ΄αυτό τον παραλογισμό, ένας αστυνομικός (ο εξαιρετικός Τζεφ Μπρίτζες), λίγο πριν την συνταξιοδότησή του, προσπαθει με τον τρόπο του να επιβάλλει την τάξη και το κάνει αργά και μεθοδικά μέχρι να φτάσει στην οργή, που θα τον οδηγήσει σε μια τελευταία, ηρωική, πράξη. Όμως κι αυτός καταλαβαίνει πως είναι ένα μικρό κομμάτι ενός μεγαλύτερου σχεδιου με αόρατους εχθρούς που κάνουν χαρακτήρες σαν αυτόν, αυθεντικές μορφές της Αμερικανικής Δύσης να μοιάζουν πλέον ξεπερασμένοι, όχι μόνο στην πραγματικότητα αλλά και στο ίδιο το κινηματογραφικό είδος. Ο Μακένζι, με επιλογές σαν αυτή, δίνει κάτι που θα χαρακτηρίζονταν ως νεο-γουέστερν, ένα κράμα του κλασικού είδους με έντονες ματιές στο σήμερα, και το κάνει με σιγουριά και οξυδέρκεια. 

Ακολουθήστε το ELLE στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα!

Σχετικά θέματα:

MHT