Η διαφορά ενός συγκινητικού οικογενειακού δράματος και μιας δακρύβρεχτης μετριότητας μαζικής κατανάλωσης είναι τεράστια. Τόσο στην αφηγηματική δομή όσο και στην ανάπτυξη των χαρακτήρων, των σχέσεων μεταξύ τους και κυρίως του εσωτερικού τους κόσμου, των επιθυμιών και των ψυχολογικών τους διακυμάνσεων. Πολλά στοιχεία του κινηματογραφικού στιλ αλλά και της σεναριακής ουσίας συντελούν στην επιτυχία ενός είδους που έχει τραβήξει αρκετά, έχει υποτιμηθεί άδικα πολλές φορές, αλλά και έχει χαρίσει στιγμές ιδιαίτερης κινηματογραφικής αισθαντικότητας. Οι χαρακτήρες χτυπημένοι από τη μοίρα μοιάζουν να ταυτίζονται με τις πονεμένες ιστορίες της καθημερινότητας, κάνοντας τις γραμμές ανάμεσα στο φανταστικό και το πραγματικό να ξεθωριάζουν.
Οι Ευρωπαίοι δημιουργοί, μέσω των διάφορων καλλιτεχνικών τάσεων, παρέδωσαν μαθήματα απεικόνισης μιας βαθιάς και εσωτερικής δυστυχίας, καθρεφτίζοντας άλλοτε την κοινωνία της εκάστοτε εποχής ή άλλοτε τις δαιδαλώδεις συναισθηματικές παρεκκλίσεις που διαμορφώνουν τελικά την ανθρώπινη συμπεριφορά. Είναι λοιπόν (το λιγότερο) λυπηρό να βλέπεις έναν Ιταλό σκηνοθέτη με αξιόλογα (‘Η αναζήτηση της ευτυχίας’) ή έστω αξιοπρεπή (‘Εφτά ζωές’) φιλμικά δείγματα να προσπαθεί απεγνωσμένα να εκμαιεύσει έστω και ένα δάκρυ με μια ταινία τόσο στερεοτυπική και προβλέψιμη όσο ο τίτλος της.
Το εξαντλημένο σενάριο χωρίζει σχεδόν ισόποσα τη χρονική του διάρκεια σε δύο περιόδους, περιγράφοντας αφενός τις δυσκολίες ενός διασήμου συγγραφέα (Ράσελ Κρόου) να μεγαλώσει τη μοναχοκόρη του μετά από μια προφανέστατη τραγωδία που πλήττει την οικογένεια, και αφετέρου την ενήλικη ζωή της μικρής Κέιτι (Αμάντα Σάιφρεντ) οι οποία προσπαθεί να αντιμετωπίσει βαθιές ψυχολογικές αδυναμίες και daddy-issues. Η πλοκή, πέρα από την πρόδηλη εξέλιξή της, φέρει όλα τα στοιχεία μιας εύπεπτης, επιφανειακής και προπαντός πρόχειρης σεναριακής απόπειρας, αφού οι συσχετισμοί είναι τόσο καταφανείς που δείχνουν να υποτιμούν τη νοημοσύνη του θεατή.
Η αφήγηση δε μοιάζει συστηματικά άδεια από ουσία, με τη βαθμιαία αποκάλυψη των αιτιών της συναισθηματικής ανεπάρκειας της πρωταγωνίστριας να μην προσδίδει τίποτε το ενδιαφέρον. Οι κονσερβοποιημένοι διάλογοι στερούνται κάθε ρεαλισμού μοιάζοντας κατασκευασμένοι είτε για να εξυπηρετήσουν την εξέλιξη της ιστορίας είτε για να “φωνάξουν” σχεδόν μέσα στα μούτρα σου πόσο συναισθηματικά φορτισμένοι είναι. Τα κλισέ έχουν την τιμητική τους όσο άφορα και την εικονογράφηση, καθρεφτίζοντας μια αισθητική που θα ταίριαζε περισσότερο σε Σαββατιάτικη τηλεταινία της δεκαετίας του ενενήντα. Δεν είναι έξαλλου τυχαίο ότι το φιλμ δεν έχει καταφέρει ακόμη να βρει διανομή στην Αμερική παρά τα ηχηρά ονόματα στο καστ, το οποίο εμφανίζεται ξεκάθαρα υποτιμημένο. Ή μάλλον σωστότερα, με περισσότερα προσόντα από τα απαιτούμενα.
Παρεμπιπτόντως, οι εξίσου διάσημοι δευτερεύοντες χαρακτήρες πέρα από το πρωταγωνιστικό δίδυμο (από την Τζέιν Φόντα έως τον Άαρον Πολ) σπαταλιόνται στελεχώνοντας ρόλους που μοιάζουν μονό σημαντικοί ως προς τη σκηνική τους παρουσία και όχι την ερμηνευτική τους ουσία. Ο Κρόου δείχνει απλά να μιμείται κάποιες από τις εκφράσεις που του χάρισαν μία υποψηφιότητα για Όσκαρ στον ‘Υπέροχο άνθρωπο’ αποδεχόμενος μοιρολατρικά τις μετατραυματικές κρίσεις που προκύπτουν από την απώλεια της γυναίκας του, ενώ η αθεράπευτα πληγωμένη Σάιφρεντ μοιάζει τυφλή ως προς τα προβλήματά της παρόλες τις επαγγελματικές και ακαδημαϊκές γνώσεις της πάνω στο αντικείμενο (υποδύεται μια ασκούμενη ψυχολόγο και κοινωνική λειτουργό), έχοντας τη δυνατότητα ταυτόχρονα να παρέχει συμβουλές και λύσεις σε ασθενείς με αντίστοιχα προβλήματα. Μόνο η Ντάιαν Κρούγκερ φαίνεται να έχει επίγνωση σε ποιο φιλμ (ή καλύτερα σε ποιο επεισόδιο σαπουνόπερας) παίζει.
Γεμάτο γνωστές εικόνες σιροπιασμένης οικογενειακής ευτυχίας που εναλλάσσονται με σκηνές εγκατάλειψης και θρήνου, το “Πατέρας και κόρη” είναι δυστυχώς μια ξαναζεσταμένη σούπα που αρνείσαι να φας ακόμη κι όταν δεν έχεις τίποτε άλλο στη διάθεσή σου. Επιτηδευμένα ρομαντικό, αφελές και διανθισμένο με βαρύγδουπες σαχλαμάρες (“Οι άντρες μπορούν να επιβιώσουν χωρίς αγάπη. Αλλά όχι εμείς οι γυναίκες”), οδηγείται ακόμη και σε σεξιστικά συμπεράσματα υπαινισσόμενο ότι οι γυναίκες με έντονη σεξουαλική ζωή μάλλον είναι διαταραγμένες. Δυστυχώς, πρόκειται μάλλον για μία από τις μεγαλύτερες σκηνοθετικές αποτυχίες του Γκαμπριέλε Μουτσίνο.