Όπως πάνω-κάτω αντιμετωπίζονται τα βιβλία της Ε.Λ.Τζέιμς, έτσι περίπου αντιμετωπίστηκε και η μεταφορά του πρώτου από αυτά στον κινηματογράφο. Θαυμασμός από τη μία, ενός συντηρητικότερου κοινού που βρήκε μια κλειδαρότρυπα για να δει λίγο παραπάνω σεξ, και χλευασμός από την άλλη, για τον ίδιο περίπου λόγο. Η επιλογή της Σαμ Τέιλορ Τζονσον στην σκηνοθεσία δεν είχε σκοπό να μικρύνει την απόσταση αυτών των 2 απόψεων, αλλά να προστατευτεί το ερωτικό παιχνίδι κάτω από μια ομπρέλα «υψηλής τέχνης» και να θεωρείται ένα ξεχωριστό, ιδιαίτερο κομμάτι της όλης ταινίας.
Βέβαια, το πρόβλημα που υπήρχε, και δεν αντιμετωπίστηκε, ήταν πως πέρα το σεξ δε συνέβαιναν και πολλά. Η αφήγηση της πρώτης ιστορίας θα μπορούσε να γίνει σε πολύ λίγη ώρα από έναν οικονόμο σκηνοθέτη, και αυτή η γύμνια του υλικού ήταν σχεδόν αδύνατο να καλυφθεί. Φτάνοντας στην πρώτη συνέχεια η Τέιλορ-Τζόνσον έφυγε, δίνοντας την καρέκλα στον Τζέιμς Φόλεϊ, έναν έμπειρο εργάτη του αμερικανικού σινεμά, που αναλάμβανε να γεμίσει αυτό το κενό, αλλά και να κρατήσει εξίσου το ενδιαφέρον του ματάκια θεατή. Και ως συνήθως, σε τέτοιες περιπτώσεις, το αποτέλεσμα ήταν αποκαρδιωτικό.
Οι «Πενήντα Πιο Σκοτεινές Αποχρώσεις» είναι ένα κράμα σαπουνόπερας, εφηβικού ρομάντζου και ερωτικού θρίλερ, είδη που εναλλάσσονται για να βγει, σχεδόν με το ζόρι, ο φιλμικός χρόνος. Το πρόβλημα ξεκινά πάλι από το πρωτογενές υλικό, το βιβλίο, αφού η Τζέιμς βάζει μέσα χαρακτήρες και περιστατικά με σκοπό να το κάνει σκοτεινότερο και τρομακτικό. Η είσοδος χαρακτήρων από το παρελθόν του Γκρέι, αλλά και του αφεντικού της Αναστάζια, συνοδεύεται με πολύ φθηνές ατάκες που φθηναίνουν κι άλλο όσο προχωράμε προς το τέλος – ειδικά ο χαρακτήρας της Κιμ Μπάσιντζερ θυμίζει κακιά βγαλμένη από τις χειρότερες στιγμές της τηλεόρασης. Προσπαθώντας να προστατευτούν από τέτοιου είδους απειλές, το κεντρικό ζευγάρι όταν δε κάνει σεξ, μοιάζει περισσότερο με ζευγάρι από το Twilight ή κάτι αντίστοιχο εφηβικό, με επαναλαμβανόμενες ερωτικές εξομολογήσεις που γυρνούν γύρω από το ίδιο θέμα (τα μυστικά που κρύβει ο Γκρέι) και μάλλον θα επαναληφθούν και στο επόμενο φιλμ όσο χρειάζεται για να ολοκληρωθεί.
Όλα αυτά πάντως, πέρα του χρηστικού τους ρόλου, την ανάγκη δηλαδή εύρεσης υλικού ώστε να βγουν 3 ταινίες, κρύβουν και κάτι μεγαλύτερο, τον συντηρητισμό δηλαδή με τον οποίο χειρίζεται η συγγραφική πένα το θέμα της. Το ζευγάρι Αναστάζια-Κρίστιαν παρουσιάζεται ως μια μάχη του φυσιολογικού καλού με το ανώμαλο κακό και πως αυτή η μάχη μπορεί να καταλήξει σταδιακά στο happy end, στην πλευρά του καλού δηλαδή. Ο Γκρέι (που παρεμπιπτόντως εμφανίζεται πλουσιότερος εδώ αν και δε δουλεύει σχεδόν ποτέ) γίνεται περισσότερο μια μετενσάρκωση ενός ονείρου που έχει ένα «αθώο» μικροαστικό κορίτσι, παρά ένας πιστευτός χαρακτήρας και είναι αυτός που πρέπει να προχωρήσει σε αλλαγές, εκτός βέβαια της επιχειρηματικής του συμπεριφοράς, μια που η οικονομική επίδειξη σαγηνεύει ακόμη περισσότερο το μάτι.
Γυρισμένο σαν βίντεοκλιπ μεγάλου μήκους, με ερωτικές και μη σκηνές να γυρίζονται έτσι ώστε να ταιριάζουν χρονικά στις κορυφώσεις των τραγουδιών που τα συνοδεύουν, το φιλμ του Φόλεϊ παλεύει να παρουσιάσει ψεύτικα συναισθήματα ως πανίσχυρα και φλερτάρει με το trash χωρίς να έχει τη δύναμη όμως να το αγγίξει δημιουργώντας έτσι κάτι πιο δηκτικό. Αντίθετα, παίζει με αφηγηματικά κλισέ και προσπαθεί να γεφυρώσει το χάσμα των απόψεων γύρω από αυτό και τα βιβλία της Τζέιμς, φτιάχνοντας μια σαλάτα ειδών και ελπίζοντας πως το κοινό θα ανταποκριθεί σε κάποιο από τα υλικά της.