Η Τζένιφερ Γκάρνερ κάνει αδιαμφισβήτητα ό,τι μπορεί, αλλά δυστυχώς αυτό δεν είναι αρκετό για να σώσει αυτό το κακοφτιαγμένο και βαθιά προβληματικό φιλμ εκδίκησης από τη αναπόφευκτη μοίρα του, που δεν είναι άλλη από την απόρριψη και τη λήθη. Η πρωταγωνίστρια γυρνά λιγάκι πίσω στα χρόνια του Alias καλούμενη να ερμηνεύσει την Ράιλι Νόρθ, μια Αμερικανίδα σκληρά εργαζόμενη μητέρα ενός αξιαγάπητου (και σχεδόν απόκοσμα ώριμου) δεκάχρονου κοριτσιού η οποία, κατά τη διάρκεια της τυπικά ζαχαρωμένης σκηνής παραδοσιακής μεσοαστικής οικογενειακής ευτυχίας, βλέπει το παιδί και τον άνδρα της να δολοφονούνται άγρια από μια συμμορία εμπόρων ναρκωτικών. Ύστερα από πεντάχρονη απουσία, στην οποία όλοι έχουν χάσει τα ίχνη της, επιστρέφει πιο δυνατή και στρατιωτικά εξοπλισμένη από ποτέ για να αποδώσει τη δικαιοσύνη που της απαρνήθηκε το σύστημα διεφθαρμένων αστυνομικών, δικηγόρων και δικαστών της πόλης.
Ακόμη κι αν κάποιος είναι διατεθειμένος να παραβλέψει της πάμπολλες χρονικές και νοηματικές ανακρίβειες που μάταια προσπαθεί το κακογραμμένο σενάριο να κρύψει πίσω από το ακατάπαυστο πιστολίδι και την εξεζητημένη βία των σκηνών, είναι πολύ δύσκολο να μην εντοπίσει μία, το λιγότερο, προβληματική στάση του φιλμ του Γάλλου σκηνοθέτη της «Αρπαγής» Πιερ Μορέλ απέναντι στα φυλετικά στερεότυπα που κυριολεκτικά πλημμυρίζουν κάθε γωνιά της οθόνης. Η ταινία παρουσιάζει τους καλόκαρδους, σκληρά εργαζόμενους, αλλά αναποτελεσματικούς λευκούς Αμερικάνους ήρωές της εγκλωβισμένους ανάμεσα στους εγκληματίες της κατώτερης κοινωνικής τάξης και την περιφρονητική στάση μιας ασυγκίνητης ελίτ, που μοιάζει να παραδειγματίζεται μόνο ύστερα από σκληρό σωματικό και ψυχολογικό εκφοβισμό (η σκηνή όπου η τραυματισμένη Ράιλι καταφεύγει, χωρίς να καταλάβεις ποτέ το γιατί, στο σπίτι της πλούσιας μητέρας μιας συμμαθήτριας της κόρης της είναι κάτι παραπάνω από χαρακτηριστική).
Εκτός αυτού, οι βασικοί ανταγωνιστές και δέκτες της δολοφονικής οργής της Γκάρνερ είναι οι πιο στερεοτυπικοί Λατίνοι γκάνγκστερ που θα μπορούσες να δεις ποτέ στο σινεμά, αφού τικάρουν με αφοπλιστική ευκολία όλα τα κουτάκια της λίστας των κινηματογραφικών κλισέ, με αποκορύφωμα το γεγονός ότι χρησιμοποιούν ως βιτρίνα των εγκληματικών τους ενεργειών ένα μαγαζί που φτιάχνει πινιάτες (χάρτινες γιορτινές κατασκευές τυπικά συνδεδεμένες με τη μεξικάνικη λαϊκή κουλτούρα). Η αστόχαστη -θα μπορούσε κάποιος να τη χαρακτηρίσει και ρατσιστική- στάση του φιλμ απέναντι στους χαρακτήρες του ολοκληρώνεται με τη χρησιμοποίηση δύο φυλετικά ενσωματωμένων και ετερόφυλων αδιάφθορων αστυνομικών (έτσι για το ξεκάρφωμα) που μοιάζει να έχουν τοποθετηθεί απλά για να χρησιμοποιηθούν ως απάντηση στις όποιες ενστάσεις και κατηγορίες.
Ως συμπέρασμα μπορείς να κρατήσεις την παιδαριώδη ελαφρότητα με την οποία το φιλμ αντιμετωπίζει το ζήτημα της αυτοδικίας (η οποία παρεμπιπτόντως μοιάζει να επευφημείται ακόμη και από την υγιή πλευρά των κρατικών θεσμών) βλέποντας μια καλόκαρδη και χαμηλών τόνων μητέρα να μεταμορφώνεται σε μια εκδικητική πολεμική μηχανή που αποδίδει τη δική της βερσιόν της δικαιοσύνης καρφώνοντας παλάμες, μαχαιρώνοντας λαιμούς και πυροβολώντας με το μακρύ και προτεταμένο μεγάλο της όπλο (ο συνειρμός είναι κάτι παραπάνω από προφανής), υιοθετώντας και διαιωνίζοντας την ίδια μέθοδο της αυθαιρεσίας του ισχυρού την οποία υποτίθεται ότι προσπαθεί να εξαλείψει.
Αναρωτώμενος για ακόμη μια φορά γύρω από το λόγο ύπαρξης μιας ταινίας σαν κι αυτή (η πολιτική της σκοπιμότητα φαντάζει πολύ τρομακτική για να τεθεί καν υπό σκέψη) καταλήγεις ότι εάν το πρόσφατο -και αντίστοιχης θεματικής- «Equalizer 2» ήταν απλά ένα μέτριο φιλμ, το «Peppermint» είναι ένα απογοητευτικό action θρίλερ που αντιμετωπίζει το κοινό του ρηχά και εκμεταλλευτικά, αφήνοντας παράλληλα μια αίσθηση προχειρότητας και κινηματογραφικής φτήνιας.