Το 1999, η νεαρή Τάο, πολιορκημένη ταυτόχρονα από τον αλαζόνα και φιλόδοξο Τζίουσενγκ και τον ταπεινό ανθρακωρύχο Λιάνγκζι, επιλέγει τελικά τον πρώτο για άντρα της. Το 2014, το ζευγάρι έχει ήδη χωρίσει, ο Τζίουσενγκ έχει εγκατασταθεί στη Σαγκάη με τον γιο τους, τον Ντόλαρ, και ο Λιάνγκζι αργοπεθαίνει από καρκίνο. Και το 2029, ο 19χρονος πλέον Ντόλαρ ζει στην Αυστραλία, μιλά μονάχα αγγλικά και δυσκολεύεται να επικοινωνήσει με τον πτωχευμένο πατέρα του, ενώ δε θυμάται τίποτα από τη μητέρα του.
Η αλληγορία για μια Κίνα που ξεπουλιέται ανεξέλεγκτα στη Δύση, με τον κίνδυνο της οριστικής και αμετάκλητης απώλειας των πολιτισμικών ιδιαιτεροτήτων και της εθνικής της ταυτότητας περισσότερο ορατό τώρα από ποτέ, αναπτύσσεται σε όλο το μήκος της ταινίας.
Και παρότι μοιάζει να υπηρετείται περισσότερο εγκεφαλικά εδώ απ’ ότι στα προηγούμενα φιλμ του Ζάνγκε, δια της αυστηρότητας της δομής και μιας δραματουργίας που ενίοτε «σκορπίζει», κλιμακώνεται σε έναν επίλογο που σε συνεπαίρνει με την πίκρα και τις συγκινήσεις που βροντερά αποδεσμεύει.