Τι κοινό έχουν ένας Γερμανός ευρωβουλευτής γεννημένο τρολ, μια ομάδα ακτιβιστών που αντιτίθενται τραγουδιστά σε επικείμενες διατλαντικές εμπορικές συμφωνίες (TTIP και CETA), οι περίφημοι φαρσέρ Yes Men και το περιοδικό Charlie Hebdo; Το χιούμορ φυσικά, ως (πολιτικό) όπλο ελεύθερης έκφρασης και αντίστασης. Ένα όπλο όμως που δύναται να εξοργίσει πάσης φύσεως φανατικούς, όπως απέδειξε το αιματοκύλισμα του Γενάρη του ‘15 στα γραφεία του περιοδικού απ’ τις σφαίρες παλαβιάρηδων ισλαμιστών.
Με το μεράκι του σινεφίλ αυτοδίδακτου σκηνοθέτη, τη δημοσιογραφική εμπειρία και τη θέση του ως μέλος του ευρωκοινοβουλίου, ο Κούλογλου στήνει ένα παράλληλο αφήγημα τεσσάρων ιστοριών, οι οποίες παρά το όποιο πληροφοριακό ενδιαφέρον τους δυσκολεύονται χαρακτηριστικά να συνυπάρξουν κάτω από ένα συγκεκριμένο κόνσεπτ
Υπάρχει η ρήση που «θέλει όσους ζουν από το σπαθί, να πεθαίνουν απ’ το σπαθί», κάτι που όμως στην περίπτωση του χιούμορ θα ήταν όχι απλώς βάναυσο, αλλά και εξοργιστικά άδικο. Σε κάθε περίπτωση, στον τρομακτικό και συνάμα τρομολαγνικό κόσμο του ζούμε, το χιούμορ αποκτά πολλές αναγνώσεις. Αυτές λοιπόν τις πτυχές της σάτιρας και του γέλιου, την αισιόδοξη, δημιουργική κι ενίοτε ριζοσπαστική πλευρά τους, μαζί με τα ζητήματα της λογοκρισίας, της ηθικής διάστασης και των κινδύνων που αντιμετωπίζουν όσοι επιλέγουν να αναδεικνύουν το παράλογο με σημαία το χιούμορ, επιχειρεί να φωτίσει το νέο ντοκιμαντέρ του Στέλιου Κούλογλου.
Με το μεράκι του σινεφίλ αυτοδίδακτου σκηνοθέτη που έχει γυρίσει αρκετά αντίστοιχα ντοκιμαντέρ («Ολιγαρχία», «Η Νονά»), τη δημοσιογραφική εμπειρία και φυσικά τη θέση που τα τελευταία χρόνια κατέχει ως μέλος του ευρωκοινοβουλίου, ο Κούλογλου στήνει ένα παράλληλο αφήγημα τεσσάρων ιδιαίτερων ιστοριών, οι οποίες παρά το όποιο πληροφοριακό ενδιαφέρον τους δυσκολεύονται χαρακτηριστικά να συνυπάρξουν κάτω από ένα συγκεκριμένο κόνσεπτ. Απ’ αυτές άλλωστε, η μία μόνο (το Charlie Hebdo) υπηρετεί τελικά την κυριολεκτική ερμηνεία του τίτλου, με τις άλλες τρεις να εξιστορούν τρόπους ευφάνταστης δράσης και αντίστασης σε πάσης φύσεως κακώς κείμενα, από εγκληματικές πρακτικές εταιρικών κολοσσών μέχρι εξωφρενικές για το δημόσιο συμφέρον εμπορικές πολιτικές συμφωνίες μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ.
Επιπλέον, προκύπτει δύσκολο να ακολουθήσει κανείς τις συναισθηματικές μεταβάσεις του ντοκιμαντέρ απ’ τις ευφάνταστες τρολιές των Yes Men (τους είχαμε δει πριν δυο χρόνια στην Μπερλινάλε στο χρονικό της επίθεσης στα γραφεία του Charlie Hebdo, οι οποίες αποσκοπούν – υποθέτω – στο να τονίσουν τη διττή φύση του γέλιου. Όμως το εγχείρημα του Κούλογλου διαθέτει λίγο-πολύ τα χαρακτηριστικά που εντοπίζουμε και στις προηγούμενες δουλειές του.
Φτιαγμένο από έναν ντοκιμαντερίστα που είναι πολύ καλύτερος δημοσιογράφος και ερευνητής από κινηματογραφικός αφηγητής, το «Πεθαίνοντας στα Γέλια» καταλήγει να είναι ένα ρεπορταζιακό ντοκιμαντέρ, όχι μακριά σε λογική απ’ το «Ρεπορτάζ Χωρίς Σύνορα» που έτρεχε για χρόνια στην ΕΡΤ, στο οποίο η πληροφορία και η συνέντευξη έχουν μεγαλύτερη σημασία απ’ το ρυθμό ή το ύφος της αφήγησης. Και δεν είναι πως δε βγάζει γέλιο ενίοτε, όμως κι αυτό ακόμα δεν αποτελεί παρά συνέπεια της ιδιαιτερότητας των προσώπων και των καταστάσεων που φέρνει ενώπιον της κάμερας.