Πεινασμένες Καρδιές

Ο Τζουντ είναι Αμερικανός, η Μίνα Ιταλίδα. Συναντώνται τυχαία στη Νέα Υόρκη και ζουν μία θυελλώδη ερωτική ιστορία, που κορυφώνεται με την απρόοπτη εγκυμοσύνη της Μίνα και τον γάμο τους. Από τους πρώτους μήνες της εγκυμοσύνης, ένα έντονο μητρικό ένστικτο κάνει την Μίνα να πιστεύει ότι κουβαλά ένα «ξεχωριστό» παιδί.

Elle 17 Σεπ. 15
Πεινασμένες Καρδιές

Η ταινία του Σαβέριο Κοστάντζο ξεκινά με τον αέρα μιας ρομαντικής κομεντί: ο Τζουντ, Αμερικανός μηχανολόγος, και η Μίνα, Ιταλίδα υπάλληλος προξενείου, γνωρίζονται τυχαία στις τουαλέτες ενός κινέζικου εστιατορίου στη Νέα Υόρκη, πίσω από μια πόρτα που έχει κολλήσει και δεν ανοίγει. Οι τόνοι πολύ γρήγορα βαραίνουν με τον ακόλουθο έρωτα, το γάμο τους, την εγκυμοσύνη της Μίνα και τη γέννηση ενός παιδιού, και το φιλμ περνά στο τερέν του οικογενειακού δράματος. Το ίδιο γρήγορα, ωστόσο, διαπιστώνεις πως δεν πρόκειται για ένα δράμα της καθημερινότητας.

Η Μίνα, πεπεισμένη πως ο γιος της είναι παιδί ίντιγκο, δηλαδή ιδιαίτερων χαρισμάτων, δεν εμπιστεύεται ούτε την κοινή τροφή, ούτε γιατρούς ή φάρμακα, ούτε καν τον αέρα της πόλης. Κρατά υποσιτισμένο το βρέφος και ταμπουρωμένο στο διαμέρισμα. Αντιλαμβανόμενος την υπό εξέλιξη ψύχωση, ο Τζουντ συμβουλεύεται τον παιδίατρο, αρχίζει κλεφτά να βγάζει τον μικρό βόλτα και να τον ταϊζει τις απαραίτητες πρωτεϊνες, ενώ φθάνει μέχρι και τα γραφεία της κοινωνικής πρόνοιας.

Και η ιστορία, έχοντας πάρει τη μορφή μιας αναμέτρησης, ψυχολογικής και πρακτικής, ανάμεσα σε δυο γονείς με διαφορετική ο καθένας αντίληψη για τη «σωτηρία» του παιδιού του, κορυφώνεται σε ένα θρίλερ αγωνίας και τρόμου. Είναι η Μίνα θύμα κάποιας μεταγεννητικής κατάθλιψης, ή μήπως απλά και σκέτα μια εκ προοιμίου διαταραγμένη προσωπικότητα; Το ερώτημα δεν έχει απάντηση, εν προκειμένω ατυχώς.

Το φιλμ μένει εγκλωβισμένο στην ελλειμματική του ψυχανάλυση, ενώ ακόμα και η διάθεση στάθμισης του πόνου αμφότερων των γονέων (και αποφυγής της εύκολης δαιμονοποίησης της Μίνα) αναχαιτίζεται από το απογοητευτικό «αστυνομικό» φινάλε. Μολαταύτα, είναι ομολογουμένως εντυπωσιακή η επιδεξιότητα με την οποία κινείται ο σκηνοθέτης ανάμεσα στα είδη και υποβάλλει την εκάστοτε ατμόσφαιρα, ενώ ο Άνταμ Ντράιβερ, αντίθετα με την μάλλον μονότονη Άλμπα Ρορβάχερ, σε απορροφά αβίαστα με τη φυσικότητα της ερμηνείας του.

Ακολουθήστε το ELLE στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα!

Σχετικά θέματα:

MHT