Η «Πλατεία Αμερικής» του Γιάννη Σακαρίδη που έφυγε απ’ την απονομή της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου με το βραβείο μοντάζ, επιδιώκει να είναι μια επίκαιρη ματιά πάνω στη σύγχρονη αθηναϊκή πραγματικότητα, στις μέρες κορύφωσης της προσφυγικής τραγωδίας. Ταυτόχρονα, αποτελεί ένα ιδιότυπο νουάρ αφήγημα, με ήρωες ανθρώπους της διπλανής πόρτας οι οποίοι ζουν «στη μοντέρνα "Καζαμπλάνκα" των καιρών μας», όπως περιγράφει η επίσημη σύνοψη την Πλατεία Αμερικής του σήμερα.
Στον μικρόκοσμο της πλατείας συναντιούνται ο Μπίλλης (Γιάννης Στάνκογλου), ένας tattoo artist και ιδιοκτήτης συνοικιακού καφέ, ο Νάκος (Μάκης Παπαδημητρίου), 38άρης άνεργος ρατσιστής που μένει ακόμη με τους γονείς του (Θέμις Μπαζάκα, Ερρίκος Λίτσης), η Τερέζα (Ξένια Ντάνια), μια Αφρικανή τραγουδίστρια που ψάχνει διέξοδο από το κύκλωμα που την εκμεταλλεύεται και ο Τάρεκ (Βασίλη Κουκαλάνι), πρόσφυγας απ' τη Συρία που εναποθέτει τις ελπίδες του σε ένα τοπικό κύκλωμα διακίνησης προκειμένου να φτάσει με τη 10χρονη κόρη του στο Βερολίνο. Στην ίδια πλατεία συνυπάρχουν επίσης η λεγόμενη «οικονομική κρίση» και τα μικροαστικά αδιέξοδα μιας κοινωνίας που περιχαρακώνεται σε καθεστώς ξενοφοβίας, μαζί με το δράμα όσων έχουν ξεμείνει σε αυτόν τον μη τόπο, μη έχοντας άλλη επιλογή παρά να αναδιανείμουν τους μεταξύ τους ρόλους σε εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενους, καθ’ εικόνα και ομοίωση του κοινωνικού πλαισίου που τους υποδέχεται (βλ. το αλισβερίσι του Τάρεκ με το κύκλωμα διακίνησης).
…η «Πλατεία Αμερικής» αποδεικνύεται για τον πολύ καλό Κουκαλάνι το κατάλληλο έδαφος για το χτίσιμο ενός ανάγλυφου χαρακτήρα (Τάρεκ), τέτοιου που να προσεγγίζει περισσότερο από κάθε άλλον στην ταινία το στοιχείο της τραγικότητας
Όπως και στο «Wild Duck», το μοτίβο του εγκλωβισμού εντός ενός καταρρέοντος αστικού περιβάλλοντος επανέρχεται στην προβληματική του Σακαρίδη, με τη λύση να κρύβεται για τους ήρωες και πάλι μακριά από την πόλη. Με τη διαφορά πως εδώ, η έννοια της διαφυγής αφορά όχι μόνο την προσπάθεια των «άλλων» να φτάσουν στη γη της επαγγελίας (για τον Τάρεκ είναι το Βερολίνο, για την Τερέζα η Γαλλία). Αφορά επίσης στην ολοκλήρωση μιας αναπάντεχης, «νουάρ» ηρωοποίησης που επιφυλάσσει ο σκηνοθέτης στον χαρακτήρα του Στάνκογλου. Ωστόσο, παρά τον αβανταδόρικο ρόλο που επιφυλάσσει στον βασικό της πρωταγωνιστή, η «Πλατεία Αμερικής» αποδεικνύεται για τον πολύ καλό Κουκαλάνι το κατάλληλο έδαφος για το χτίσιμο ενός ανάγλυφου χαρακτήρα (Τάρεκ), τέτοιου που να προσεγγίζει περισσότερο από κάθε άλλον στην ταινία το στοιχείο της τραγικότητας.
Η αφηγηματική δεξιότητα του Σακαρίδη (την οποία οφείλει ως ένα σημείο τουλάχιστον στην πλούσια εμπειρία του ως μοντέρ) να δένει επιμέρους ιστορίες με τρόπο που να μην αδικεί κανένα βασικό χαρακτήρα, βοηθά να εμπλακούμε με χαρακτηριστική άνεση στον κόσμο της «Πλατείας». Ταυτόχρονα, η ευχέρεια του διευθυντή φωτογραφίας Γιαν Φόγκελ («Wasted Youth») να αποτυπώνει μέσα από μια πλούσια παλέτα εικόνες ξεκάθαρης κινηματογραφικής υφής, προσδίδει ένα αισθητικό δέλεαρ στο μάτι που για να λέμε την αλήθεια δεν αποτελεί ακριβώς κανόνα για αρκετές ελληνικές παραγωγές. Το στοιχείο του εντυπωσιασμού, ωστόσο, επιστρατεύεται υπέρ το δέον, όταν η χρήση πλάνων γυρισμένων με drone επανέρχεται σε διαφορετικά σημεία της ταινίας για να δείξει σχεδόν πανομοιότυπες, και δραματουργικά αχρείαστες σκηνές.
Ενδιαφέρουσα, επίσης, η επιλογή της off αφήγησης που αναλαμβάνει ο Παπαδημητρίου, ως ακόμα ένα νουάρ στοιχείο μπολιασμένο με διακριτικά αιχμηρό χιούμορ που ο Σακαρίδης εντάσσει στο σύμπαν του, βάζοντας τον «κακό» της υπόθεσης να μας εκθέτει λίγο-λίγο στο ρατσιστικό δηλητήριο, με εκείνη την αναγνωρίσιμη κουτοπονηριά που χαρακτηρίζει εκείνους τους «δεν-είμαι-εγώ-ρατσιστής,-εκείνοι-είναι-αυτοί-που-είναι» όταν επιχειρούν να εκθέσουν τις πραγματικές σκέψεις/προθέσεις τους.
Δεν αποδεικνύεται ωστόσο το ίδιο λειτουργικός ο τρόπος με τον οποίο οι σεναριογράφοι επιχειρούν να δέσουν τη μοίρα των περισσότερων χαρακτήρων της πλοκής, όταν ο Νάκος αποφασίζει να αναλάβει «δράση». Εκεί πια, ο σκόπελος του διδακτισμού αποδεικνύεται δυστυχώς απροσπέλαστος για την «Πλατεία Αμερικής». Γεγονός που μεταξύ άλλων κοντράρει τις όποιες προθέσεις των συντελεστών, οι οποίες αν δεχτούμε πως όντως κινούνται στη σφαίρα του φιλμ νουάρ, το λογικό θα ήταν να αποφύγουν το ασύμβατο με τη λογική του είδους στοιχείο του διδακτισμού. Κάτι που όμως αποτελεί γενικότερη παθογένεια στο σύγχρονο ελληνικό σινεμά, το οποίο συχνά ρέπει προς τον διδακτισμό και την υπογράμμιση του αυτονόητου όποτε επιδιώκει να καταπιαστεί με ακανθώδη ζητήματα.