Το 1955, ένα ζευγάρι επιφανών Κωνσταντινουπολιτών υιοθετούν τη μικρή Πολυξένη, θέλοντας να της προσφέρουν όσα δε θα μπορούσε ποτέ να βρει στον κοινό τόπο καταγωγής τους. Το 1970 πια, η Πολυξένη (Κάτια Γκουλιώνη) είναι πλέον μια νεαρή μορφωμένη γυναίκα που προσδοκά να ζήσει ανεξάρτητα από όσα της επιβάλλει ο κοινωνικός περίγυρος και το βαρύ όνομα των γονιών της. Ταυτόχρονα, δε λέει να ξεχάσει τον Γιάννη, τον μικρό αδερφό της που έμεινε πίσω, στο ορφανοτροφείο της Καβάλας, για του οποίου την τύχη δεν έχει έκτοτε την παραμικρή πληροφορία.
Η τρίτη μεγάλου μήκους ταινία της Δώρας Μασκλαβάνου («Κι Αύριο Μέρα Είναι», «Κι Αν Φύγω… Θα Ξανάρθω») εμπνέεται από αληθινά γεγονότα και φέρει την υπογραφή της Φένιας Κοσοβίτσα, η οποία έχει εξασφαλίσει μία αισθητικά και τεχνικά φροντισμένη ελληνική κινηματογραφική παραγωγή.
…η Μασκλαβάνου θέτει την ηρωίδα της σε ευθεία αναμέτρηση με την ψυχοπαθολογία που γεννά η πατριαρχία, φέρνοντάς τη παράλληλα αντιμέτωπη με την έννοια του να θεωρείται κανείς «ξένος».
Η «Πολυξένη» ακολουθεί τη λογική ενός κλασικού δράματος εποχής (έστω και αν εκτυλίσσεται κυρίως στις αρχές της δεκαετίας του ‘70) με ηρωίδα μια γυναίκα η οποία, στο δρόμο για τη χειραφέτησή της απέναντι σε μια συντηρητική κοινωνία, καταλήγει αντιμέτωπη με το φάσμα της τρέλας. Το τραυματικό της παρελθόν και το άτσαλο αντάμωμά της με τον έρωτα (ή τέλος πάντων κάτι που προσομοιάζει σε αυτόν) αποτελούν τα κυρίαρχα συστατικά με τα οποία η Γκουλιώνη επιμελείται την ηρωίδα της, αρκούντως παθιασμένα πλην όμως κάπως πιο θεατρικά απ’ όσο οι κινηματογραφικές περιστάσεις απαιτούν. Με την υποσημείωση πως αυτό το τελευταίο ισχύει και για άλλους πρωταγωνιστές της ταινίας όπως τη Λυδία Φωτοπούλου (παίζει τη θετή μητέρα), την ώρα που π.χ. ο Ερρίκος Λίτσης (ο δικηγόρος της οικογένειας) λειτουργεί σε σαφώς πιο ρεαλιστικούς ερμηνευτικούς τόνους.
Πολύ καλή δουλειά έχει γίνει στον τομέα της φωτογραφίας, με τον Κλαούντιο Μπολιβάρ να έχει επιτύχει ένα ισορροπημένο αποτέλεσμα που παίζει ανάμεσα στο άπλετο φως των εξωτερικών γυρισμάτων και την έντονη, παλιακή θαμπάδα των φωτισμών που επικρατεί στις εσωτερικές σκηνές. Ειδικά στο δεύτερο σκέλος, η αίσθηση που αποπνέουν οι εσωτερικές σκηνές κουμπώνει με το διαφαινόμενο αδιέξοδο της ηρωίδας, η οποία βρίσκεται εγκλωβισμένη ανάμεσα σε έναν ανδροκρατούμενο κόσμο συμφερόντων που εξακολουθεί να αποφασίζει ερήμην της και στον τραυματισμένο μικρόκοσμο του μυαλού της.
Θα μπορούσε να πει κανείς πως η Μασκλαβάνου θέτει την ηρωίδα της σε ευθεία αναμέτρηση με την ψυχοπαθολογία που γεννά η πατριαρχία, φέρνοντάς τη παράλληλα αντιμέτωπη με την έννοια του να θεωρείται κανείς «ξένος». Πρόκειται αν μη τι άλλο για ένα ενδιαφέρον θεματικό πλαίσιο με ικανές αναγωγές στο σήμερα, το οποίο ωστόσο υποσκάπτεται από σχηματικές και αχρείαστες ευκολίες που τρυπώνουν στην ταινία, όπως π.χ. τα συνεχή flashback ή το split που γίνεται στον τίτλο όταν πέφτουν οι τίτλοι αρχής («πολύ» και «ξένη» από «Πολυξένη»). Με το τελευταίο παράδειγμα να είναι ενδεικτικό μιας αφηγηματικής προσέγγισης που θέλει τόσο πολύ να είναι προσβάσιμη για το θεατή, σε βαθμό που να τον αντιμετωπίζει με μια λογική μασημένης τροφής του στυλ «να το κάνουμε λιανά για όποιον δεν κατάλαβε».