Πρώτη σκηνή της ταινίας και δύο, άγνωστοι μεταξύ τους, άνθρωποι βρίσκονται δίπλα στην ουρά επιβίβασης και ξεκινούν έναν διάλογο γεμάτο κακίες και εξυπνακίστικες ατάκες που, πέραν των όσων διαδραματίζονται στην ταινία, έχουν στόχο τα κλισέ των ρομαντικών κομεντί. Ο ολιγόλεπτος αυτός διάλογος ήδη προλαβαίνει να πέσει σε αρκετές λούπες καθώς το πηγάδι με τις εμπνεύσεις του σεναριογράφου/σκηνοθέτη, Βίκτορ Λεβίν, δεν είναι βαθύ. Φανταστείτε λοιπόν πως όλη αυτή η σκηνή συνεχίζεται, σε άλλα μέρη και υπό άλλες συνθήκες, επί 90 λεπτά.
Η συνύπαρξη του Κιάνου Ριβς με τη Γουινόνα Ράιντερ ήταν αρχικά μια ευπρόσδεκτη ιδέα μέχρι τη στιγμή που αντιλαμβάνεται κάποιος πως αρχίζουν πραγματικά να ταλαιπωρούνται. Ο Ριβς, σχεδόν βράχος, αδυνατεί να πιστέψει ή έστω να κάνει πιστευτά τα όσα λέει, ενώ η Ράιντερ εκμεταλλεύεται τη φυσική της χάρη και όταν ξεμένει από υπομονή παραδίδεται σε μια σειρά από γκριμάτσες που πηγάζουν από τα συμπλέγματα της ηρωίδας της. Ενώ ο σκελετός της ιστορίας των δύο ηρώων τους είναι πάντα η ειρωνεία και ο κυνισμός, η δομή είναι ακριβώς ίδια με τον στόχο (τις rom-com), αφού και εδώ η αντιπάθεια μετατρέπεται σταδιακά σε κατανόηση και σε ένα αμήχανο φλερτ. Αυτό φέρνει ακόμη περισσότερα επαναλαμβανόμενα λόγια, μια που οι άμυνες των ηρώων οπλίζονται, με αποτέλεσμα από ένα σημείο και έπειτα ο χρόνος να αποκτά άλλη διάσταση, με σκηνές που διαρκούν λίγα λεπτά αλλά νομίζεις ότι δε θα τελειώσουν ποτέ (ενώ παράλληλα διαισθάνεσαι πως τις ξαναείδες πριν λίγο) και το φινάλε να μοιάζει με κανονική λύτρωση.