Το «Saw» («Σε Βλέπω», 2004), με το οποίο μας συστήθηκε ο Τζέιμς Γουάν («Insidious», «Το Κάλεσμα») ήταν μια ταινία είδους χαμηλού προϋπολογισμού, που επρόκειτο να κυκλοφορήσει απευθείας στην αγορά του βίντεο. Μια σειρά από προβολές σε φεστιβάλ όμως άρχισαν να δημιουργούν hype γύρω από τον τίτλο, ο οποίος τελικά αγοράστηκε από στούντιο και κυκλοφόρησε κανονικά στις αίθουσες τον Οκτώβριο του 2004. Ποιός να το ‘λεγε στον Τζέιμς Γουαν ότι η ταινία, για την οποία πάλευε επί τέσσερα χρόνια να βρει χρηματοδότηση, θα έκανε τέτοια επιτυχία που θα γεννούσε επτά συνέχειες; Για πολλούς δε, γέννησε και ένα υποείδος, το λεγόμενο torture porn.
Ως προς αυτό έχουμε μερικές ενστάσεις. Η ταινία του Τζέιμς Γουάν δεν εστιάζει στα βασανιστήρια, δεν αντλεί την γοητεία της από την καλλιγραφία της φρίκης. Στην κορύφωση του έργου, για παράδειγμα, όπου ένας ήρωας καλείται να κόψει το πόδι του με πριόνι για να απελευθερωθεί από τα δεσμά του, δεν βλέπουμε το πριόνι να αγγίζει το πόδι – μια εικόνα που θα ήταν βασική ατραξιόν σε κάποια από τις κατά πολύ γλαφυρότερες κινηματογραφικές συνέχειες του έργου-. Αντίθετα ο Γουάν και ο σεναριογράφος του Λι Γουάνελ πριμοδοτούν το αστυνομικό μυστήριο, έχουν κάνει ένα whodunit, όπου το ζητούμενο είναι να βρούμε τον δολοφόνο, με την λύση του μυστηρίου να σε αφήνει με ανοιχτό το στόμα. Κι αυτό είναι ένα βασικό πρόβλημα των συνεχειών που ακολούθησαν. Με το να θέτουν το πρόσωπο του δολοφόνου στο προσκήνιο, ουσιαστικά καταστρέφουν την απόλαυση της έκπληξης της πρώτης ταινίας για τους νεότερους σινεφίλ και καταλύουν την ουσία της. Γιατί να θέλει να δει κάποιος ένα whodunit, αν ξέρει τον δολοφόνο πριν καν πέσουν οι τίτλοι αρχής;
Μικρή σημασία είχε αυτό για τους παραγωγούς, που ανακάλυψαν στο «Saw» ένα κερδοφόρο franchise τρόμου. Από το 2005 έως το 2010 κυκλοφορούσε σε ετήσια βάση μια ταινία της σειράς, με το κέντρο βάρους να μετατίθεται στα βασανιστήρια και τους δημιουργούς να προσπαθούν να μηχανευτούν ευφάνταστες παγίδες, ικανές να προκαλέσουν ολοένα και πιο φρικιαστικούς θανάτους για τα θύματά τους, αγγίζοντας από ένα σημείο και έπειτα τα όρια της αυτοπαρωδίας. Ταυτόχρονα πάσχιζαν να χτίσουν μια μυθολογία γύρω από τον Jigsaw, όπως αυτοαποκαλείται ο δολοφόνος της σειράς, επιστρατεύοντας στην πορεία σύζυγο, μαθητευόμενους, μιμητές και άλλους δημοκρατικούς φορείς, μιας και αυτός μας άφησε χρόνους στο «Saw III» (2006).
Το «Saw:Legacy» (ή Jigsaw, όπως κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ) είναι η όγδοη ταινία της σειράς, η σκηνοθεσία της οποίας ανατέθηκε στους αδερφούς Σπιέριγκ, γνωστότερους για το φλασάτο φιλμικό παράδοξο «Predestination» (2014), που αποκτά σιγά, σιγά μια διόλου ευκαταφρόνητη μερίδα οπαδών ανάμεσα στους φίλους του σινεμά του φανταστικού. Σε τίποτα, πάντως, δεν διαφέρει αισθητικά η ταινία από τις προηγούμενες συνέχειες. Η εναλλασσόμενη με τηλεοπτικούς όρους αφήγηση μοιράζεται και πάλι ανάμεσα σε ένα μέρος όπου είναι συγκεντρωμένα τα υποψήφια θύματα και σε μια συντρέχουσα αστυνομική έρευνα, η δράση μοντάρεται γρήγορα και λαμβάνει χώρα κυρίως σε άχαρους εσωτερικούς χώρους , τα χρώματα είναι ουδέτερα, οι χαρακτήρες αναλώσιμοι – έχουμε έρθει για να τους δούμε να «αναλώνονται», άλλωστε- και η κατάληξη κάθε δοκιμασίας τους ιδιαιτέρως αιματηρή.
Παρά τη χαλαρή σύνδεσή της με γεγονότα που συνέβησαν σε προηγούμενες ταινίες, πιθανότατα για να μην αποξενώσει τους νέους θεατές , η ταινία απευθύνεται κυρίως στους φαν της σειράς. Είναι εύλογο να έχει ελάχιστο δραματικό αντίκτυπο στους πρώτους η εμφάνιση του Jigsaw και το μυστήριο γύρω από την παρουσία του, αν δεν γνωρίζουν ποιός είναι ή ότι έχει πεθάνει. Πέραν αυτού όμως, ιδιαίτερη σπουδή στον σχεδιασμό των παγίδων δεν βρήκαμε, σε επίπεδο εικονογραφίας φρίκης μόνο ο τελευταίος θάνατος έχει μια σχετική πρωτοτυπία, ενώ ενδεικτικό της βαριεστημάρας (ή του κυνισμού) των σεναριογράφων είναι πως η μεγάλη σεναριακή ανατροπή ομοιάζει κατ’ ουσία με εκείνη μιας άλλης ταινίας της σειράς.
Ως εκ τούτου δυσκολευόμαστε να φανταστούμε πώς ακόμα και οι οπαδοί της σειράς μπορεί να μείνουν ευχαριστημένοι από το «Saw:Legacy». Αν , πάλι, μας διαψεύσουν τα εισιτήρια, θα τα ξαναπούμε του χρόνου.