Το «Σε Ακολουθεί» περιγράφει τον αναπόδραστο εφιάλτη που επισκέπτεται ξαφνικά την 19χρονη Τζέι (Μάικα Μονρό), όταν έπειτα από μία φαινομενικά συνηθισμένη βραδιά σεξ, θα αρχίσει να βασανίζεται από ανεξήγητα οράματα και μια επίμονη αίσθηση πως κάποιος, κάτι, την ακολουθεί. Απέναντι σε αυτή την υπερφυσική απειλή, όσο κι αν τρέξουν η Τζέι και οι φίλοι της, δε θα βρεθούν ποτέ αρκετά μακριά.
Εκεί όπου τετριμμένα σπλάτερ με ανούσια σίκουελ και ριμέικ ή πολυδιαφημισμένες ιστορίες φαντασμάτων εκβιάζουν τον χαρακτηρισμό horror μέσα από ρεσιτάλ απεγνωσμένων ξαφνιασμάτων, το φιλμ του Ντέιβιντ Ρόμπερτ Μίτσελ («The Myth of the American Sleepover») χτίζει πειστική ατμόσφαιρα ανάγλυφης απειλής, αντιπροτείνοντας κάτι το σχεδόν επαναστατικό. Το «κακό» σε ακολουθεί με βήμα αργό και σταθερό, όσο μακριά κι αν έχεις βρεθεί, όντας ορατό από μεγάλη απόσταση. Δεν κρύβεται πίσω από πόρτες και κουρτίνες, δεν καιροφυλακτεί για να εμφανιστεί σε μία αντανάκλαση καθρέφτη με το ανάλογο ηχητικό στρίγκλισμα, δεν περιμένει γενικώς. Απλά έρχεται. Και είναι απείρως τρομακτικότερο από ό,τι έχουμε δει σε επίπεδο υπερφυσικού τρόμου από τον καιρό του ριμέικ του «The Ring».
Το «κακό» στο «Σε Ακολουθεί» σε ακολουθεί με βήμα αργό και σταθερό. Δεν κρύβεται πίσω από πόρτες και κουρτίνες, δεν καιροφυλακτεί για να εμφανιστεί σε μία αντανάκλαση καθρέφτη, δεν περιμένει γενικώς. Απλά έρχεται. Και είναι απείρως τρομακτικότερο από ό,τι έχουμε δει από τον καιρό του ριμέικ του «The Ring».
Οι επιρροές από το σινεμά των Κάρπεντερ και Κρόνενμπεργκ είναι παραπάνω από εμφανείς, ομοίως με τις σχετικές παραπομπές στους κόσμους της ανεξάντλητης φαντασίας του Στίβεν Κινγκ, ενώ η μουσική του Disasterpeace αντανακλά απευθείας στις συνθεσάιζερ νότες που έντυναν τα περισσότερα φιλμ τρόμου που γνώρισαν μέρες δόξας στα ράφια των βιντεοκλάμπ.
Ταυτόχρονα με το ξεκάθαρο κλείσιμο του ματιού στο horror της δεκαετίας του ‘80, το «Σε Ακολουθεί» φλερτάρει εξίσου με το sci-fi των ‘50s, τη στιγμή που επαναφέρει (από τον τίτλο κιόλας) τον παλαιομοδίτικο αντωνυμικό λόγο («it») στην περιγραφή μιας απροσδιόριστης απειλής, όπως ακριβώς έκαναν κλασσικές ταινίες του είδους σαν τα «The Thing» (1951), «Them!» (1954), «It Came from Beneath the Sea» (1955) και «From Hell it Came» (1957).
Από τη μεριά του, ο Ντέιβιντ Ρόμπερτ Μίτσελ εστιάζει σχεδόν ευλαβικά στο αισθητικό αποτέλεσμα. Όποτε απαιτηθεί από τις περιστάσεις της εκάστοτε σκηνής, επιλέγει πάντα το τεχνικά απαιτητικό τράβελινγκ έναντι του εύκολου ζουμαρίσματος της κάμερας, ξέρει καλά πώς να διαχειριστεί τις αυξομειώσεις του ρυθμού προκειμένου να εκμαιεύσει κορυφώσεις του σασπένς στον κατάλληλο χρόνο, ενώ περιορίζει στο ελάχιστο τη χρήση των ψηφιακών εφέ που σε αντίστοιχες περιπτώσεις ταινιών τρόμου αποδείχθηκαν μοιραίο λάθος, στερώντας αντί να προσδίδουν αληθοφάνεια.
Επιπλέον, ένα κρυφό χαρτί ως προς την επιτυχία του «Σε Ακολουθεί» εντοπίζεται στην αλληγορική διάσταση που λαμβάνει η σεξουαλική πράξη, επαναφέροντας το γνώριμο μοτίβο που την ήθελε να συνδέεται με τη θνητότητα. Σε αντίθεση ωστόσο με τα σπλάτερ που από την εποχή του «Halloween» και του «Friday the 13th» το ανάγνωσαν περίπου σαν θανάσιμο αμάρτημα, στην προκειμένη περίπτωση το σεξ λειτουργεί περισσότερο ως ένα συνειδησιακό πέρασμα από την ψευδαίσθηση αθανασίας που χαρακτηρίζει την παιδική ηλικία στη φθαρτότητα της ενήλικης ζωής, στο τέρμα της οποίας αργά ή γρήγορα βρίσκεται η αναπόφευκτη αντάμωση με τον θάνατο.
Αν μη τι άλλο, πάντως, πέραν από μία θεαματική περιήγηση σε διεθνή φεστιβάλ, από τις Κάννες και το Σάντανς ως το Τορόντο και τις δικές μας Νύχτες Πρεμιέρας, αλλά και ξέχωρα από την καταξίωση που ήδη απολαμβάνει στη συνείδηση κοινού και κριτικής, το «Σε Ακολουθεί» δικαιώνεται πρωτίστως από το γεγονός πως αναζωογονεί την πίστη σε ένα κινηματογραφικό είδος που εδώ και χρόνια αυτοακυρώνεται μέσω της στείρας ανακύκλωσης ιδεών. Σε μία εποχή μάλιστα όπου ουκ ολίγα φιντάνια του horror σπεύδουν να αυτοπροβληθούν ως καλτ άμα τη εμφανίσει τους (βλ. τα «Hostel»), η ταινία του Μίτσελ δικαιώνει απόλυτα τους χορτασμένους από υπερπροβεβλημένες φούσκες φίλους του καλού τρόμου.