Τέσσερις περίοδοι στη ζωή μιας γυναίκας, ιδωμένη μέσα από διαφορετικές ηθοποιούς, αποτελούν ένα κολάζ με την υπογραφή του Αρνό ντε Παγιέ («Ο Θρύλος του Μάικλ Κόλχαας», «Parc») ο οποίος για πρώτη φορά στρέφει την προσοχή του σ’ έναν χαρακτήρα γένους θηλυκού. Στο «Σε Τέσσερις Χρόνους», οι Αντέλ Ενέλ («Το Άγνωστο Κορίτσι») και Αντέλ Εξαρχόπουλος («Η Ζωή της Αντέλ») ενσαρκώνουν την 30κάτι και τη νεαρή, αντίστοιχα, εκδοχή μιας γυναίκας που προσπαθεί διαρκώς να ξεφύγει απ’ το παρελθόν της, αναζητώντας μια ελευθερία τόσο ρευστή ως έννοια, αναλόγως με την εκάστοτε ηλικία απ’ την οποία τη διεκδικεί.
Ο Παγιέ διατρέχει το χρονικό της ίδιας γυναίκας ανάποδα, απ’ την ενήλικη ζωή προς τα παιδικά χρόνια, παίζοντας παράλληλα με την έννοια της ταυτότητας, καθώς της αλλάζει κάθε φορά όνομα. Κάτι που σπάνια δικαιολογείται απ’ την υπόθεση, αφού τις περισσότερες φορές γίνεται περισσότερο για να υπογραμμίσει το σκεπτικό του σκηνοθέτη, βάσει του οποίου «η ζωή μας είναι φτιαγμένη από πολλές ζωές».
Μια τέτοια αφηγηματική επιλογή θα ήταν περισσότερο στοιχειοθετημένη και άρα πιο καλοδεχούμενη, αν π.χ. ο Παγιέ δε φόρτωνε παραπλεύρως την ιστορία του με δευτερεύοντα πρόσωπα που στην πορεία ξεχνιούνται, όπως συμβαίνει με την περίπτωση του μωρού της Τζέμα Άρτερτον, η οποία παρεμπιπτόντως υποδύεται τη γυναίκα-κλειδί στην εξέλιξη της κεντρικής ηρωίδας. Κυρίως όμως, αν δεν μπόλιαζε τούτο το δραματικό γυναικείο πορτρέτο με μια αλληλουχία τραγωδιών και κακομεταχειρίσεων, τέτοιων που να συναγωνίζονται σε πεσιμισμό το «Biutiful» του Ινιάριτου, προκειμένου να του προσδώσει με υπέρμετρη συναισθηματική φόρτωση μια χροιά οικουμενικότητας.
Κι εκεί ακριβώς έγκειται το βασικό πρόβλημα του φιλμ, ανεξάρτητα από τις ερμηνευτικές παρουσίες των Άρτερτον κυρίως και δευτερευόντως των Εξαρχόπουλος και Ενέλ, που το υποστηρίζουν όσο και όπως μπορούν: Αν το «Σε Τέσσερις Χρόνους» συσσωρεύει πράγματι έναν σκασμό συμφορές και αδιέξοδα στη συγκεκριμένη ηρωίδα, τότε η ιστορία που αφηγείται ο Παγιέ μπάζει από παντού. Αν από την άλλη αυτό ακριβώς το συνεκτικό στοιχείο μεταξύ των διαφορετικών φάσεων της ηρωίδας γίνεται χάριν διαπίστωσης της δεινής θέσης που εξακολουθεί η κοινωνία να επιφυλάσσει δυνητικά σε κάθε γυναίκα, τότε η όποια λογική σύνδεση που επιχειρείται εδώ καθίσταται αποπροσανατολιστική και άτοπη. Σε κάθε περίπτωση, ο Παγιέ μοιάζει να αιθεροβατεί ανάμεσα σε δυο δρόμους αφήγησης, κανέναν απ’ τον οποίο δεν υπηρετεί αποφασιστικά κι επαρκώς.