Η ταινία του πρωτοεμφανιζόμενου Αμερικάνου Ινδικής καταγωγής σκηνοθέτη Ανίς Σαγκάντι προσπαθεί εξ αρχής να ισορροπήσει ανάμεσα σε δύο πλήρως αντιφατικές πραγματικότητες: την τετριμμένη κεντρική σεναριακή της ιδέα και την ευφυέστατη κινηματογραφική της αποτύπωση. Το «Searching» επί της ουσίας δεν είναι τίποτε άλλο από ένα μεγάλο επεισόδιο γνωστών τηλεοπτικών σειρών όπου ένας απελπισμένος πατέρας (o ιδιαίτερα εκφραστικός Τζον Τσο του «Κολόμπους») προσπαθεί, μαζί με τη βοήθεια μιας αστυνομικού (η Ντέμπρα Μέσινγκ της γνωστής σίτκομ «Γουίλ και Γκρέις») να βρουν την εξαφανισμένη δεκαπεντάχρονη κόρη του, που δεν έχει δώσει σημεία ζωής από τη στιγμή που έφυγε από το σπίτι μιας συμμαθήτριάς της με την οποία διάβαζαν μαζί.
Αυτό όμως που κάνει τελικά το φιλμ ξεχωριστό και ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι ολόκληρη η υπόθεση από την έναρξη έως το φινάλε εξελίσσεται στην οθόνη ενός υπολογιστή. Οι χαρούμενες αλλά και θλιβερές στιγμές της οικογένειας, η καθημερινή τους επικοινωνία, τα ανήσυχα sms του Ντέιβιντ όταν η κόρη του Μάργκοτ δεν απάντα στο τηλέφωνο και οι απεγνωσμένες προσπάθειες αναζήτησης, καθρεφτίζονται μέσα από την ψηφιακή πραγματικότητα ενός (θεωρητικά) απρόσωπου λειτουργικού συστήματος.
Ο Σαγκάντι στηρίζει προφανώς πάρα πολλά σε αυτό το επιδέξιο σκηνοθετικό τρικ και για ένα πολύ μεγάλο κομμάτι του φιλμ τα καταφέρνει περίφημα. Το παρελθόν της οικογένειας κινηματογραφείται μέσω ενός μοντάζ στιγμών αποτυπωμένων στις μνήμες των υπολογιστών τους (με αισθητική που θα ταίριαζε περισσότερο σε διαφημιστικό σποτ της Apple ή της Microsoft) και οι μικρές ή μεγάλες αλλαγές στις ζωές τους μετατρέπονται σε ψηφιακούς φακέλους, βίντεο, email και αναζητήσεις στο διαδίκτυο, με τον σκηνοθέτη να αμφιταλαντεύεται (ξεκάθαρα γοητευμένος, ωστόσο) ανάμεσα στην απελευθέρωση και την υποδούλωση, την ουσιαστική χρησιμότητα αλλά και τους αληθινούς κινδύνους της τεχνολογίας ή καλύτερα της υπερβολικής χρήσης της.
Καθώς οι μέρες περνούν και η Μάργκοτ δεν γυρνά σπίτι της, ο Ντέιβιντ ανακαλύπτει διαμέσου του υπολογιστή της μια εντελώς διαφορετική ψηφιακή ταυτότητα, προσπαθώντας ταυτόχρονα να ενώσει τις τελείες και να φτάσει στην εξιχνίαση του μυστηρίου, το οποίο ίσως τελικά να αποτελεί και το πιο απρόσεκτο και προβλέψιμο κομμάτι του φιλμ. Οι νεκροί χρόνοι είναι πραγματικά ελάχιστοι καθώς καλύπτονται έξυπνα κυρίως εξαιτίας του αδιάκοπου multitasking και της online δραστηριότητας του κομπιούτερ, μεταφέροντάς μας από το σπίτι στο αστυνομικό τμήμα και από εκεί στο σχολείο και στα σημεία του χάρτη όπου η έφηβη εθεάθη για τελευταία φορά. Παράλληλα ο σκηνοθέτης φροντίζει να αναπτύξει τους χαρακτήρες του ξεδιπλώνοντας βαθμιαία στοιχεία του χαρακτήρα τους που όμως αδυνατείς να αποσαφηνίσεις, απλά γιατί παρουσιάζονται φιλτραρισμένα μέσα από την ψηφιακή τους παρουσία, εκφράζοντας έτσι με ιδιαίτερη αποτελεσματικότητα την ταυτόχρονη οικειότητα αλλά και παράξενη αποστασιοποίηση που σου εξασφαλίζει η οθόνη μιας συσκευής.
Η βασικότερη αστοχία του «Searching» και αυτό που τελικά καθιστά το φιλμ ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον και πρωτότυπο πείραμα και όχι ένα ολοκληρωμένο και πλήρως αποτελεσματικό δημιούργημα (δίνει την αίσθηση ότι θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί περισσότερο ως ακαδημαϊκή μελέτη βασισμένη σε σημειολογικές θεωρίες της εικόνας-καθρέφτη που φέρνουν στο νου το εξίσου καινοτόμο «Lady in the Lake» του 1947) είναι το γεγονός ότι αν τελικά ξεφλουδίσεις λιγάκι την λαμπερή επιφάνεια και δεις πίσω από το κινηματογραφικό τέχνασμα θα εντοπίσεις ένα εντελώς συμβατικό θρίλερ με πλοκή που εξελίσσεται, κορυφώνεται και ανατρέπεται κοινότοπα, δίνοντας ταυτόχρονα την εντύπωση ότι ο Σαγκάντι προσπαθεί συμβατικά να ταυτίσει τον θεατή είτε με το προφίλ του αποξενωμένου έφηβου που αδυνατεί να βρει μέθοδο αποδοτικής διάδρασης με το κοινωνικό του περιβάλλον, είτε αυτό του πολυάσχολου γονέα που δεν ξέρει με ποιον τρόπο να προσεγγίσει, να επικοινωνήσει (ίσως και να ελέγξει) το ίδιο του το παιδί, τρέχοντας παράλληλα να προλάβει την εξέλιξη της τεχνολογίας που τους απομακρύνει ακόμη περισσότερο.
Παρόλα αυτά, η ευρηματικότητα της αφήγησης είναι ικανή να δώσει ζωντάνια και ρυθμό, καλύπτοντας (αν και προσχηματικά) τις όποιες ατέλειες και θέτοντας τους δικούς της κανόνες, οι οποίοι προβλέπεται να εντυπωσιάσουν, κυρίως ένα νεανικότερο κοινό. Ίσως τελικά να χρειάζεται να περάσει λίγος καιρός για να εξετάσει κανείς με νηφαλιότητα τις καλλιτεχνικές επιπτώσεις της ταινίας αλλά και να αναλογιστεί αν το φιλμ του Σαγκάντι συνιστά ένα από τα πρώτα δείγματα μιας νέας κινηματογραφικής προσέγγισης.