Μια σχεδόν τρίωρης διάρκειας ταινία, δοσμένη στυλιστικά με λιτούς και απόλυτα ρεαλιστικούς όρους, γυρισμένη σχεδόν σε πραγματικό χρόνο, εγκλωβισμένη σε ένα άχρωμο διαμέρισμα του Βουκουρεστίου, πλημμυρισμένη διαλόγους και χαρακτήρες και φειδωλή σε οτιδήποτε αντιλαμβάνεται το ευρύ κοινό ως κανονική δράση ίσως να αποθαρρύνει στο άκουσμά της.
Όσοι θεατές γνωρίζουν, παρ' όλα αυτά, τον Κρίστι Πούιου από τις δυο προηγούμενες ταινίες του (εκτός από τον κοινωνικά καυστικό «Κύριο Λαζαρέσκου», υπάρχει και η σκυθρωπή «Aurora» του 2010), έχουν αντιληφθεί ότι η σχέση του σκηνοθέτη με την έννοια του φιλμικού χρόνου και με το κοινό του είναι μια σχέση καρτερικότητας και εμπιστοσύνης.
Ο θεατής θα πρέπει να δείξει υπομονή, αν θέλει να ανταμειφθεί. Και στην περίπτωση του «Sieranevada» η ανταμοιβή έρχεται σταδιακά, μέσα από τρεις πληθωρικές ώρες παρά δέκα λεπτά όπου αυτό που παρακολουθούμε είναι ένα τεταμένο οικογενειακό δράμα, συνωστισμένο στο κλειστοφοβικό εσωτερικό τεσσάρων άχαρα διακοσμημένων τοίχων.
Ένα έπος δωματίου πάνω στους θεμελιώδεις παράγοντες (οικογενειακούς, κοινωνικούς, πολιτικούς, θρησκευτικούς) που ορίζουν την ταυτότητα καθενός ανθρώπου και τον κυβερνούν εφ' όρου ζωής.
Η αίσθηση της κλειστοφοβίας αποτελεί, ασφαλώς, το πλέον χαρακτηριστικό γνώρισμα κάθε προηγούμενης ταινίας του Πούιου. Αυτή τη φορά, όμως, η όποια σοβαρότητα των όσων παρακολουθούμε διακόπτεται από άφθονες χιουμοριστικές παρεμβάσεις, μπόλικη ανθρωπιά και μερικές διακριτικές, αλλά άκρως εύστοχες παρατηρήσεις πάνω στη λειτουργία των δεσμών που μπορούν να ενώσουν εξ αίματος και ταυτόχρονα να χωρίσουν λόγω διαφορετικής ιδεολογίας και ιδιοσυγκρασίας μια χούφτα ανθρώπων.
Στο «Sieranevada» μια 15άδα ηρώων διαφορετικής ηλικίας και συγγένειας αγχώνεται, θυμώνει, γελά, δακρύζει και ξεσπά στην προσπάθειά του να φέρει εις πέρας ένα μνημόσυνο και ένα γεύμα που δεν λέει να ολοκληρωθεί ποτέ στην ώρα του και καθόλου όπως αρμόζουν οι παραδόσεις. Με βάση το σχεδόν μπουνιουελικό αυτό παράδοξο, και με τη βοήθεια ενός ιδιαίτερα επιδέξιου διευθυντή φωτογραφίας ο οποίος αλωνίζει με την κάμερα ένα τεχνικά δύσκολο να κινηματογραφηθεί σκηνικό, ο Πούιου κάνει τον θεατή μέτοχο της ατμόσφαιρας, της φρενίτιδας και της έντασης που αποπνέει ένας θορυβώδης και άτακτος μικρόκοσμος.
Πόρτες ανοίγουν και κλείνουν, άνθρωποι συνωστίζονται και πηγαινοέρχονται νευρικά από το ένα δωμάτιο στο άλλο, ένθερμες συζητήσεις δίνουν και παίρνουν, λεκτικές αναμετρήσεις και ψυχολογικές μονομαχίες αγωνίζονται να χωρέσουν μέσα σε λίγα τετραγωνικά μέτρα και οι μικρότερες, επιμέρους ιστορίες της μεσοαστικής αυτής φαμίλιας έρχονται να γίνουν κομμάτια ενός ευρύτερου συνόλου.
Το αλάνθαστο βλέμμα του Πούιου φροντίζει και διατηρεί, παρ' όλα αυτά, αριστοτεχνικά τον έλεγχο σε αυτό το πολυφωνικό χάος συμπεριφορών, κάνοντας τη «Sieranevada» να μοιάζει με ένα έπος δωματίου πάνω στους θεμελιώδεις παράγοντες (οικογενειακούς, κοινωνικούς, πολιτικούς, θρησκευτικούς) που ορίζουν την ταυτότητα καθενός ανθρώπου και τον κυβερνούν εφ' όρου ζωής.