Υπάρχει μια σημαντική λεπτομέρεια που συχνά χάνεται μέσα στον θαυμαστό και ξεχασμένο κόσμο που υμνεί το «Σινεμά ο Παράδεισος». Είναι η άγρια επιμονή του τραυματισμένου σωματικά και ψυχικά Αλφρέντο πάνω στην ιδέα της φυγής και του κυνηγητού των ονείρων που έχει ο αγαπητός του φίλος Τότο. Το ότι αυτό τελικά συμβαίνει και μετατρέπει έναν ονειροπόλο που μεγάλωσε στο καμαράκι ενός προβολατζή σε έναν γνωστό κινηματογραφιστή, που ψάχνει το συναίσθημα που έχει εξαφανιστεί από τη ζωή του εδώ και χρόνια, γίνεται ένας ιδανικός συνδυασμός που θεοποιεί το παρελθόν αλλά παράλληλα συμβουλεύει πως οι εικόνες της ζωής μας γίνονται συνοδοιπόροι στα όσα (πρέπει να) κάνουμε.
Παράλληλα, το φιλμ του Τορνατόρε πιάνει με πολύ απλό και άμεσο τρόπο, χάρη κυρίως στα ανώνυμα πρόσωπα των κομπάρσων που αντιπροσωπεύουν έξοχα αντίστοιχες μορφές της χώρας μας, τη σημασία του κινηματογράφου ως κτίριο και περιεχόμενο μέσα στον προηγούμενο αιώνα. Για τις μικρές πόλεις ήταν η νέα εκκλησία (γι΄αυτό ο πάτερ Αντέλφιο ως εκπρόσωπος της παλιάς προσπαθεί να τον ελέγχει) και για τις γειτονιές των μεγαλουπόλεων ήταν ο δημοφιλέστερος τόπος συνάντησης για τις περισσότερες παρέες, παρουσιάζοντας τα είδωλα μιας νέας εποχής. Ο Τότο είναι το τυχερό παιδί που τα βλέπει όλα εκ των έσω, βλέπει το σινεμά έναν πολύ σπουδαιότερο χώρο εκπαίδευσης από το σχολείο και ανδρώνεται μέσα από τις εικόνες.
Ο Τορνατόρε αφέθηκε στην αναπόφευκτη γοητεία που είχε όλο αυτό το εγχείρημα και παρουσίασε μεγάλες κόπιες, φλυαρώντας σε σημεία, όμως σήμερα η δίωρη μορφή της ταινίας παραμένει ένα υπέροχο παραμύθι με ήρωα και δράκο παράλληλα το ίδιο το μέσο, μια ωδή σε έναν τρόπο ζωής που τον έθαψε για πάντα η εποχή των επικοινωνιών και της άμεσης πληροφορίας. Και με τον Αλφρέντο να θυμίζει πως όλα αυτά είναι ωραία μόνο επειδή οφείλεις να προοδεύεις στη ζωή σου, το υπέρμετρο συναίσθημα συγχωρείται και το μοντάζ των φιλιών πλάι στο επαναλαμβανόμενο θέμα του Μορικόνε φέρνει δάκρυα που μοιάζουν περισσότερο λυτρωτικά, παρά σπαρακτικά για έναν κόσμο που έφυγε. Η ζωή συνεχίζεται.