Ένα οπωσδήποτε διαφορετικό σινεμά κοινωνικού ρεαλισμού, με βλέμμα θηλυκό και ταμπεραμέντο ανήσυχο, υπηρετεί η βρετανικής καταγωγής δημιουργός. Αυτό απέδειξε με τις δύο προηγούμενες ταινίες της, αυτό επιχειρεί και τώρα με τον «Σκοτεινό Ποταμό» και την ιστορία μιας νεαρής γυναίκας που επιστρέφει στο ανεμοδαρμένο οικογενειακό της αγρόκτημα, έπειτα από 15χρονη απουσία και μετά τον θάνατο του πατέρα της, προκειμένου να διεκδικήσει την ιδιοκτησία του.
Με το που πατάει το πόδι της εκεί, παρ’ όλα αυτά, η ηρωίδα έρχεται ευθύς αντιμέτωπη με τις αναμνήσεις μιας τραυματικής παιδικής ηλικίας, με τη φθορά του χρόνου που έχει επέλθει στο παραμελημένο πατρικό της και με έναν αγροίκο και πεισματάρη αδερφό ο οποίος σκοπεύει να πουλήσει το σπίτι και είναι αποφασισμένος να συγκρουστεί μαζί της. Αυτό με το οποίο καλείται πρωτίστως να αναμετρηθεί η Άλις είναι, ωστόσο, η ανάγκη να επουλώσει τις ανοιχτές πληγές του παρελθόντος και κατόπιν να υψώσει άφοβα ανάστημα σε μια πραγματικότητα όχι μόνο αντίξοη, αλλά και τυπικά ανδροκρατούμενη.
Η Μπάρναρντ αφοσιώνεται στην ατμόσφαιρα και σχεδόν αφομοιώνεται από αυτήν, αφήνοντας δευτερεύον ένα σενάριο με αρκετές επιπολαιότητες.
Πλαισιώνοντας τη θαρραλέα ηρωίδα της με ένα σκληρό και αφιλόξενο περιβάλλον, την υγρασία και τραχύτητα του οποίου προσπαθεί να μεταφέρει όσο το δυνατόν πιο ανάγλυφα στον θεατή, η Μπάρναρντ κινηματογραφεί με μετρημένο και εντυπωσιακά άμεσο τρόπο, προσκαλώντας ταυτόχρονα τις μονίμως συννεφιασμένες τοποθεσίες του Γιορκσάιρ να γίνουν συμπρωταγωνιστές στο φιλμ, να περιβάλλουν και να προσδιορίσουν τους χαρακτήρες.
Με τον τίτλο του δανεισμένο από στίχους του ποιητή (και συζύγου της Σίλβια Πλαθ) Τεντ Χιούζ, και μια δυναμική ερμηνεία από την Ρουθ Γουίλσον (γνωστότερη από την τηλεοπτική σειρά «The Affair»), ο «Σκοτεινός Ποταμός» επενδύει εξ ολοκλήρου σε ένα πένθιμο και υποβλητικό κλίμα το οποίο εγκαθιδρύεται υπεράνω πάντων, τρυπώνοντας σε κάθε πλάνο της ταινίας.
Η Μπάρναρντ αφοσιώνεται, όμως, στην ατμόσφαιρα και σχεδόν αφομοιώνεται από αυτήν, αφήνοντας δευτερεύον ένα σενάριο με αρκετές επιπολαιότητες, ανάμεσά τους και η ατσαλοσύνη με την οποία το κοινό πληροφορείται από πολύ νωρίς τα πάντα για την ιστορία, με αποτέλεσμα να μην προσφέρονται ιδιαίτερα περιθώρια για δραματουργική εξέλιξη. Όποια πλοκή απομένει περιφέρεται βαρύγδουπα γύρω από τη διαμάχη των δυο αδερφιών, προσπερνά άβολα τις όποιες εμβαθύνσεις και καταφεύγει σε ένα ηχηρό και μεγαλόστομο φινάλε που δείχνει να ψαρεύει εντυπώσεις και εύκολες κατακλείδες με τον στόμφο του.