Αν βάλεις σε ένα καζάνι μερικές από τις λυρικές εικόνες των ταινιών του Ταρκόφσκι (ιδιαίτερα του «Στάλκερ»), προσθέσεις την αίσθηση ενός επικείμενου χαμού που αναδύεται από τα πρόσωπα των κεντρικών χαρακτήρων στα «Παιδιά των Ανθρώπων» του Αλφόνσο Κουαρόν και τα ανακατέψεις μαζί με μπόλικους υπαινικτικούς διαλόγους που απλά μοιάζουν εσκεμμένα ασαφείς ώστε να να προωθούν την εξέλιξη του μυστηρίου στην επόμενη (και ομολογουμένως οπτικά εντυπωσιακή) σκηνή, τότε μπορεί να έχεις μια καλή εικόνα για τη νέα ταινία του σκηνοθέτη του πολυβραβευμένου «Μελιού» του 2010, Σεμίχ Καπλάνογλου. Σχεδον 7 ολόκληρα χρόνια μετά από το φιλμ που του χάρισε διεθνή προβολή, ο δημιουργός αποφασίζει να αναλάβει ένα μεγαλεπήβολο κινηματογραφικό σχέδιο, που μπορεί να σαγηνεύει με την οπτική ομορφιά του αλλά κουράζει με τη μεγάλη του διάρκεια και την επιδεικτική πνευματικότητα που (ενοχλητικά, κάθε τόσο) εκπέμπει.
Ο Ζαν-Μαρκ Μπαρ («Απέραντο Γαλάζιο», «Dolphin Man») ενσαρκώνει τον κεντρικό χαρακτήρα της ταινίας, έναν επιστήμονα ο οποίος ζει και εργάζεται σε κάποιο από τα ελάχιστα «ζωντανά» κομμάτια Γης που έχουν απομείνει προς καλλιέργεια, ελεγχόμενα εξ ολοκλήρου από παντοδύναμες πολυεθνικές. Οι μεγάλες πόλεις μοιάζουν σφραγισμένες, επιτρέποντας μόνο σε πολύ περιορισμένο αριθμό μεταναστών να εισέλθει, περνώντας -μετά από επιθεωρήσεις ποιότητας και καταλληλότητας- ανάμεσα από το τρομακτικό και πανίσχυρο ηλεκτρομαγνητικό τείχος που τις περιβάλλει. Η θρέψη των μαζών γίνεται μόνο μέσω γενετικά μεταλλαγμένων σοδειών, που καλλιεργούνται συστηματικά και καταμερίζονται με ακρίβεια.
Το φιλμ του Καπλάνογλου είναι μια ταινία την οποία μπορείς (υπό συνθήκες) να την πάρεις στα σοβαρά. Αλλά όχι τόσο σοβαρά όσο η ίδια παίρνει τον εαυτό της.
Πέρα από τις ταραχές που συμβαίνουν σχεδόν καθημερινά, οι όποιες ελπίδες για την ανθρωπότητα μοιάζουν να συρρικνώνονται ακόμη περισσότερο όταν γίνεται αντιληπτό ότι οι καλλιέργειες καταρρέουν λόγω ξαφνικού θανάτου των γενετικά τροποποιημένων σιτηρών, με την επικείμενη έλλειψη τροφής να φέρνει το ανθρώπινο είδος στα όρια του αφανισμού. Έχοντας ακούσει για μια επαναστατική, αλλά και αμφίβολης εγκυρότητας, θεωρία του Σεμιλ Άκμαν, ενός πρώην συνάδελφου του, ο επιστήμονας αποφασίζει να ξεκινήσει ένα ταξίδι στην κατεστραμμένη πλευρά, μακριά από την πόλη, εκεί που δεν αναπτύσσεται κανένα είδος ζωής, προσπαθώντας να εντοπίσει τον πατέρα της «θεωρίας του γενετικού χάους» και να δώσει μια λύση στο πρόβλημα. Μόνο που, στην πορεία, το ταξίδι του θα μετατραπεί σε μια διαδρομή προς την αναζήτηση της δικής του πνευματική υπόστασης, του νοήματος της ζωής και του θανάτου και την αξία της πίστης.
Αλληγορικά βασισμένο σε 29 στίχους του Κορανίου, οι οποίοι έχουν εξέχουσα σημασία στη φιλοσοφία των ασκητικών κοινοτήτων Σούφι του Ισλάμ, το φιλμ του Καπλάνογλου οφείλει ένα μεγάλο μέρος της επιβλητικότητάς του στην υπέροχη ασπρόμαυρη και λεπτομερώς καδραρισμένη φωτογραφία των μεγαλόπρεπων τοπίων -κυρίως της Ανατολίας- που μοιάζουν από μόνα τους να λένε πολύ περισσότερα από τις αμπελοφιλοσοφίες που κάθε λίγο και λιγάκι ξεστομίζει ο Άκμαν, φέρνοντας τον πρωταγωνιστή σε ψυχολογικό αδιέξοδο και το θεατή στα όρια της αντοχής του. Οι απολύτως λογικές ερωτήσεις που αρχικά τίθενται φτάνουν να μην απαντώνται τελικά ποτέ, ο ρυθμός της αφήγησης γίνεται όλο και περισσότερο αποσπασματικός, ο θρησκευτικός συμβολισμός καταπνίγει με το διδακτισμό του ολόκληρο το φιλμ και η σκηνοθετική επιτήδευση οδηγούν βαθμιαία στην συναισθηματική αποστασιοποίηση, ακόμη και από εκείνα τα στοιχεία που μοιάζουν να δουλεύουν σωστά, όπως για παράδειγμα η κομψή μελαγχολία της ερμηνείας του Μπαρ.
Καθώς ο «Σπόρος» οδηγείται αργόσυρτα προς το φινάλε του, αντιλαμβάνεσαι ότι είναι σχεδόν αδύνατο να μην παρασυρθείς από την κενότητα, την έλλειψη ψυχής και ανούσια μεγαλοστομία αυτού που μοιάζει ως ένα δίωρο κινηματογραφικό hommage σε γνωστές ταινίες του είδους. Ανεξήγητη, τέλος, παραμένει η επιλογή του σκηνοθέτη να βάλει τους ηθοποιούς του (από τους οποίους σχεδόν κανείς δεν έχει την αγγλική ως μητρική γλώσσα) να μιλήσουν αγγλικά. Το αποτέλεσμα εμφανίζεται ξύλινο και επίπεδο, κάνοντάς σε να δίνεις περισσότερο σημασία, όχι στο νόημα των φράσεων, αλλά στην προφορά των πρωταγωνιστών. Χωρίς περισσότερη σκέψη λοιπόν, το φιλμ του Καπλάνογλου είναι μια ταινία την οποία μπορείς (υπό συνθήκες) να την πάρεις στα σοβαρά. Αλλά όχι τόσο σοβαρά όσο η ίδια παίρνει τον εαυτό της.