Με την «Αγκαλιά του Φιδιού» ο Σίρο Γκέρα πραγματοποιεί ένα θαυμαστό κινηματογραφικό ταξίδι που είχαν παλιότερα διανύσει ο Βέρνερ Χέρτζογκ με τα «Αγκίρε: Η Μάστιγα του Θεού» και «Φιτζκαράλντο» και ο Φράνσις Φορντ Κόπολα με την «Αποκάλυψη Τώρα», καταγράφοντας τη σύγκρουση του πολιτισμού και της προόδου με το αρχέγονο «φυσικό» περιβάλλον και τον ερχομό μιας αδίστακτης τάξης πραγμάτων στην καρδιά ενός κόσμου αμόλυντου ακόμη από τις ανθρώπινες αδυναμίες.
Ακολουθώντας μια παρόμοια μυσταγωγική διαδρομή, ο κολομβιανός σκηνοθέτης αντλεί από τις ταξιδιωτικές εμπειρίες δυο υπαρκτών εξερευνητών του Αμαζονίου (του εθνολόγου Θίοντορ Κοχ-Γκρούνμπεργκ και του βιολόγου Ρίτσαρντ Εβανς Σουλτς) μια ιστορία παραδοχής των ολέθριων συνεπειών που προκάλεσε η επεκτατική πορεία των λευκών αποικιοκρατών στις πιο παρθένες περιοχές του πλανήτη και στους πρωτόγονους κατοίκους του- ένα πραγματικό Ολοκαύτωμα που, σύμφωνα με δηλώσεις του σκηνοθέτη, κανένα βιβλίο Ιστορίας και κανένα σχολικό εγχειρίδιο δεν έκανε ποτέ τον κόπο να αναλύσει σε βάθος.
Δυο διηγήσεις εκτυλίσσονται παράλληλα, με τη διαφορά, ωστόσο, κάποιων δεκαετιών: Στο ξεκίνημα του 20ού αιώνα, ένας ετοιμοθάνατος Γερμανός εθνολόγος ζητά απεγνωσμένα τη βοήθεια ενός μοναχικού σαμάνου, μοναδικού επιζήσαντα της φυλής του, προκειμένου να αναζητήσει τα ίχνη ενός σπάνιου ιερού φυτού, με θαυματουργές θεραπευτικές ιδιότητες, που θα τον κρατήσει στη ζωή.
Έχοντας ζήσει από πρώτο χέρι τον τρόπο με τον οποίο οι λευκοί μισθοφόροι ρημάζουν εξακολουθητικά τη γη και τους ανθρώπους του, ο αρχικά απρόθυμος σαμάνος δέχεται να βοηθήσει τον εθνολόγο με την υπόσχεση ότι εκείνος θα τον φέρει σε επαφή με κάποιους εναπομείναντες εκπροσώπους της φυλής του, που ισχυρίζεται ότι κατοικούν σε ένα απομακρυσμένο σημείο της ζούγκλας.
Είναι τέτοια η ισχύς των εικόνων και η μαγεία της κινηματογράφησης ώστε η ταινία ξεπερνά τα όρια μιας ανθρωπολογικής ματιάς και ανάγεται σε μια οπτικοακουστική εμπειρία που ζωντανεύει μπροστά στην κάμερα, σαν να πρόκειται για ένα συλλογικό, πυρετικό όνειρο.
Περίπου τέσσερις δεκαετίες αργότερα, ένας ηλικιωμένος πλέον σαμάνος δέχεται την επίσκεψη ενός άλλου λευκού επισκέπτη. Αυτή τη φορά πρόκειται για ένα νεαρό βοτανολόγο αμερικανικής καταγωγής ο οποίος αναζητά το ίδιο μυθικό φυτό, με σκοπό να το εξετάσει και να εξερευνήσει τις ιαματικές και ψυχεδελικές δυνάμεις του.
Χρησιμοποιώντας το ημερολόγιο που άφησε πίσω του ο Γερμανός εθνολόγος, οι δυο άντρες κατηφορίζουν τα νερά του ίδιου ποταμού, σε μια πορεία που αντανακλά σημεία και συναντήσεις της προηγούμενης ιστορίας, ιδωμένα όμως αυτή τη φορά μέσα από το πρίσμα του χρόνου που έχει κυλήσει και των ακόμη μεγαλύτερων δεινών που έχει επιφέρει.
Οι ήρωες των δυο ιστοριών θα βρεθούν περιπλανώμενοι σε ένα αποκαλυπτικό οδοιπορικό που θα τους αφήσει να βρουν μόνοι τη θέση τους στο αχανές σύμπαν μυστηρίου και δέους που απλώνεται γύρω τους, αφού προηγουμένως τους φέρει αντιμέτωπους με αποδεκατισμένες φυλές, φανατικούς ιερωμένους οι οποίοι κηρύττουν με τη βία το λόγο του Θεού, σαλεμένους λευκούς που υποδύονται τους μεσσίες και αδίστακτους εμπόρους που αιματοκυλίζουν τους γηγενείς.
Με τη βοήθεια μιας απαστράπτουσας ασπρόμαυρης φωτογραφίας, η οποία τοποθετεί σκοπίμως το φιλμ σε μια αχρονική διάσταση, ο Γκέρα αναπαριστά σταθμούς και εντυπώσεις μιας σχεδόν μυθολογικής περιήγησης σε ένα χαμένο κόσμο.
Ξεκάθαρα παραβολικού χαρακτήρα, η ταινία αισθάνεται κατά καιρούς την ανάγκη να υπεραναλύσει τους στοχασμούς της για λογαριασμό του κοινού. Είναι τέτοια, παρ' όλα αυτά, η ισχύς των εικόνων και η μαγεία της κινηματογράφησης που προσφέρει ο Γκέρα με το αφοσιωμένο συνεργείο του, ώστε η ταινία ξεπερνά τα όρια μιας ανθρωπολογικής ματιάς και ανάγεται σε μια οπτικοακουστική εμπειρία που ζωντανεύει μπροστά στην κάμερα, σαν να πρόκειται για ένα συλλογικό, πυρετικό όνειρο.