Για πολλές animated ηρωίδες του σύμπαντος της Ντίσνεϊ, η πιο επαναστατική πράξη αντίστασης απέναντι στο μέλλον που έχουν προδιαγράψει οι (συνήθως πλούσιοι) γονείς τους, είναι μια βόλτα μέχρι το κοντινό παζάρι ή το τοπικό παράξενο δάσος. Για την πρωταγωνίστρια του χαμηλότονα γοητευτικού animation του Ρεμί Σαγιέ όμως, ο δρόμος προς την ενηλικίωση είναι πολύ πιο μακρινός, κοπιαστικός και κυρίως μοναχικός. Οδηγημένη από ακλόνητη πίστη για το αδύνατο αλλά και μεγάλη επιστημονική περιέργεια, η δεκαπεντάχρονη Ρωσίδα αριστοκρατικής καταγωγής θα αφηγηθεί με το ταξίδι της μια μαγευτική ιστορία ενηλικίωσης και αφοσίωσης στα ολοκάθαρα και διαυγή όνειρα της νεαρής ηλικίας, που θυμίζουν με τη σειρά τους τη μελαγχολική τελευταία φράση του Τζέισον Πάτρικ στο «Sleepers» του Μπάρι Λέβινσον: «Το μέλλον απλωνόταν λαμπερό μπροστά μας. . . »
Στην πρώτη του σκηνοθετική απόπειρα, αποτυπώνοντας ταυτόχρονα την κουλτούρα των κόμικ της σχεδιαστικής απλότητας και των μεστών νοημάτων της χώρας του, ο Γάλλος δημιουργός αφηγείται την ιστορία της Σάσα στην Αγία Πετρούπολη του 19ου αιώνα, η οποία, θέλοντας να αποκαταστήσει τη χαμένη τιμή της οικογένειας, και κυρίως να διατηρήσει την ανάμνηση του εξερευνητή παππού της που αγνοείται εδώ και καιρό έχοντας φύγει με το προηγμένο τεχνολογικά παγοθραυστικό «Νταβάι» προς την ανακάλυψη του Βόρειου Πόλου, αποφασίζει να αγνοήσει τις αριστοκρατικές της ρίζες και να ξεκινήσει ένα ταξίδι αναζήτησης προς το παγωμένο άγνωστο, με κύρια εφόδια το θάρρος, την επιμονή και ένα ζευγάρι σκουλαρίκια- δώρο του ονειροπόλου συγγενή της.
Εμπνευσμένο από τις εξερευνητικές αποστολές του Έρνεστ Σάκλετον στην Ανταρκτική και επηρεασμένο από τους ρώσικους πίνακες του 1800 (κυρίως από τις διάσημες προσωπογραφίες αλλά και τα τοπία του Ιλιά Ρέπιν, όπως δήλωσε ο ίδιος ο σκηνοθέτης) το δημιούργημα του Ρεμί Σαγιέ απεικονίζει δισδιάστατα και λιτά την απεραντοσύνη του αρκτικού κύκλου, αντανακλώντας παράλληλα με αδρές γραμμές και χωρίς διακριτά περιγράμματα την οπτική αίσθηση του απόλυτου κενού και της αγριότητας των καιρικών συνθηκών. Η σχεδιαστική διακριτικότητα μεταφέρεται και στα πρόσωπα των ηρώων του, -με κύριο πρεσβευτή της αυτό της νεαρής πρωταγωνίστριάς του- διακοπτόμενη μόνο από τα εμφατικά γωνιώδη χαρακτηριστικά στις μύτες και ιδιαιτέρως στα μεγάλα εκφραστικά μάτια που μοιάζουν να αφηγούνται μια ιστορία από μόνα τους.
Ο αργός ρυθμός της πρώτης πράξης και ο γενικός καλλιτεχνικός προσανατολισμός περισσότερο σε ασιατικά παρά δυτικότροπα πρότυπα εξιστόρησης (οι επιρροές των αριστουργημάτων του μαέστρου Μιγιαζάκι είναι εμφανείς και έκδηλες), όπως επίσης και η χρήση indie φολκ ακουσμάτων ως μουσική επένδυση, μπορεί να κρατούν σε στιγμές σε απόσταση το θεατή από το δράμα, ωστόσο, αυτό το μικρό και κατασκευασμένο κάτω από πολύ δύσκολες οικονομικά συνθήκες animation αφήνει το ξεχωριστό του στίγμα, αφηγούμενο μια κατά τα άλλα απλή και σχετικά ευθύγραμμη ιστορία με γοητευτικό τρόπο.
Από τις αμυδρά σκιαγραφημένες σχέσεις των μελών του πληρώματος που συνοδεύει την πεισματάρα και ατρόμητη εξερευνήτρια, έως τις ποιητικές εικόνες που παραδίνονται στη μαγεία του λευκού τίποτα (με αποκορύφωμα μια μικρή ονειρική σκηνή της συνάντησης της Σάσα με το παγωμένο ομοίωμα το παππού της), το φιλμ του Σαγιέ μαρτυρά πως τελικά έχει ψυχή και καλλιτεχνική ταυτότητα, αποδεικνύοντας ότι η σημαντικότατη κινηματογραφική θεωρία του σινεμά του δημιουργού (που παρεμπιπτόντως έδωσε τα σπουδαιότερα δείγματα γραφής της στη γενέτειρα του σκηνοθέτη, Γαλλία) δείχνει να εφαρμόζεται, πιο ξεκάθαρα από άλλοτε, στο σύγχρονο ανεξάρτητο animation (το αριστουργηματικό «Κόκκινη Χελώνα» του Ντουντόκ ντε Βιτ αποτελεί το πιο εμφατικό πρόσφατο παράδειγμα).
Συνοψίζοντας, χωρίς δεύτερη σκέψη το «Στην Κορυφή του Κόσμου», το οποίο κέρδισε το Βραβείο Κοινού στο Φεστιβάλ του Ανεσί, συνιστά ένα γλυκά μελαγχολικό φιλμ που αντιτάσσει το νοσταλγικό του λυρισμό απέναντι στους εύκολους εντυπωσιασμούς και το ρηχό σε σημασία περιεχόμενο κάποιων πολύ διασημότερων (και ακριβότερων) κινηματογραφικών του ανταγωνιστών.