Στον λιγοστό χρόνο που αφιερώνεται στην αρχή της ταινίας για τη γνωριμία μας με τον χαρακτήρα του Τζεφ Μπάουμαν, λίγο πριν συμβεί το περιστατικό που θα του αλλάξει τη ζωή, βλέπουμε λίγα αλλά σημαντικά χαρακτηριστικά ώστε να σκιαγραφήσουμε τον χαρακτήρα του. Είναι αεικίνητος, ατζαμής, προοδευτικός, αν και προερχόμενος από ξεκάθαρα συντηρητικό περιβάλλον, αθεράπευτα ερωτευμένος στο σημείο που κάνει δύσκολη τη ζωή της αγαπημένης του. Είναι το «καλό παιδί», αυτός που θέλαμε να χαιρετάμε καθημερινά και έτσι πριν γίνει το σύμβολο της πόλης από τη στιγμή που είχε την ατυχία να βρίσκεται δίπλα στο σημείο της βομβιστικής επίθεσης στο Μαραθώνιο της Βοστώνης, έχει γίνει ήδη ο συμβολισμός προς τον θεατή. Το χτύπημα ήταν κατά του καθημερινού μαχητή, του φίλου μας.
Ο Ντέιβιντ Γκόρντον Γκριν, έχοντας επιδείξει κατά το παρελθόν μια διπολική φιλμογραφία, από θεότρελες κωμωδίες μέχρι μικρά ανεξάρτητα «ήσυχα» φιλμ, επιλέγει να υποκλιθεί στη σοβαρότητα του θέματος, αφήνοντας τα περισσότερ στην αποδεδειγμένη ικανότητα του Τζίλενχαλ να ανταποκρίνεται σε δύσκολους σωματικά ρόλους. Ο Τζίλενχαλ, ως παραγωγός παράλληλα, δούλεψε μαζί με τον Μπάουμαν ώστε να παρουσιάσει λεπτομέρειες της ιστορίας του όσο ορθά μπορούσε, αλλά και για να καλύψει το συναισθηματικό του ταξίδι από την αμηχανία ως την αποδοχή της κατάστασης.
Η ταινία μοιάζει κάπως υποκριτική στην πορεία της, από τη στιγμή που βλέπουμε έναν χαρακτήρα να προσπαθεί να συνηθίσει τη ζωή χωρίς τα 2 πόδια του, αλλά να μην αντιλαμβάνεται το λόγο για τον οποίο έχει μετατραπεί σε σύμβολο της πόλης. Για τον Μπάουμαν το θέμα είναι ξεκάθαρο, βρέθηκε στο λάθος μέρος σε λάθος χρόνο και τίποτα παραπάνω και η υποκρισία έγκειται στο ότι εμείς παρακολουθούμε μια ιστορία που ο ίδιος έχει δώσει άδεια να γυριστεί. Στην πορεία όλα δένουν, καθώς αυτό που ξεκινά ως αδυναμία κατανόησης μετατρέπεται σε πλήρη αποδοχή του νέου ρόλου που έχει πια. Σε μια χώρα φοβισμένων κατοίκων που μιλούν για πολέμους και απροσδιόριστους «εχθρούς», ο Μπάουμαν είναι κάτι σαν το βετεράνο του Β' Παγκοσμίου Πολέμου ή του Βιετνάμ και ο σεβασμός είναι το λιγότερο που του αξίζει.
Χωρίς πολύ διάθεση να κριτικάρουν αυτή την υπερβολή του τωρινού εχθρού, οι Γκριν και Τζίλενχαλ πατούν πάνω σε γνωστά μονοπάτια του αμερικανικού ηρωισμόυ, όπως αποδόθηκε κατά το παρελθόν, προσφέροντας ένα συμβατικό δράμα για τον άνθρωπο που συνεχίζει να παλεύει υπό αντίξοες συνθήκες, την συχνά δύσκολη αλλά αναγκαστική προσαρμογή των υπολοίπων γύρω του, αλλά και συνεκδοχικά το πορτρέτο μιας χώρας που ξανά προς τη δόξα τραβά – αν και δεν έχει ξαποστάσει ακριβώς ποτέ.