Στη νέα ταινία του Νίκου Περάκη, το ερωτικό μελόδραμα ανάμεσα σε έναν πλούσιο γόνο με χαλαρές ηθικές αναστολές και φουσκωμένες πολιτικές φιλοδοξίες (Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης) και μια άνεργη ηθοποιό μικροαστικής καταγωγής (Φιόνα Γεωργιάδη), επιχειρεί να συναντήσει το πολιτικό θρίλερ στην Ελλάδα της κρίσης. Με ιδιαίτερη έμφαση στο «επιχειρεί», καθώς το «Success Story» περιφέρει το θεωρητικά αναγνωρίσιμο κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο της ιστορίας μονάχα ως φόντο, ένα σκηνικό που φιλοδοξεί να τονώσει τον αμιγώς στερεοτυπικό πυρήνα της ταινίας με μερικά ακόμα, πιασάρικα στερεότυπα. Γιατί ως φαίνεται, η κρίση, το σούσουρο γύρω από τη διαπλοκή, τα σκάνδαλα και τα μεγάλα «τζάκια», τα πολιτικά αδιέξοδα που ευνόησαν την εμφάνιση νέων κομμάτων δίκην ενός απελπισμένου ανακατέματος της κοινοβουλευτικής τράπουλας και φυσικά το χαρτί της τρομοκρατίας, μοιάζουν περισσότερο χρήσιμα ώστε να κλείσουν το μάτι στον μέσο Έλληνα θεατή παρά να δώσουν υπόσταση και βάθος σε χαρακτήρες και πλοκή.
Η γεμάτη χρονικές αναδρομές υπόθεση ξεκινά απ’ την αναγγελία καθόδου στην πολιτική του επιτυχημένου ψυχιάτρου και συγγραφέα Παναγή Πάνδωρα (Μαρκουλάκης), πριν περάσει αποσπασματικά στο σκιώδες παρελθόν του που περιλαμβάνει τον αποτυχημένο έρωτα και γάμο με την Τζορτζίνα (Γεωργιάδη), κάμποσα σκάνδαλα και ακόμα περισσότερα ένοχα μυστικά. Με εμφανή ειρωνεία, ο τίτλος της ταινίας παραπέμπει στο ομώνυμο success story του Σαμαρά – όρο που έκτοτε έχει καταστεί μπαλάκι μομφής μεταξύ (της όποιας) κυβέρνησης και (της όποιας) αντιπολίτευσης. Από τον τίτλο λοιπόν ξεκινά ένα παιχνίδι εντυπώσεων με αποδέκτη ένα κοινό επί δεκαετίας εξοικειωμένο με την επικαιρότητα των τηλεοπτικών δελτίων και την πόλωση των social media.
…το «Success Story» εξαντλείται σε μία επιδερμική σατιρική σκιαγράφηση αυτών που συνηθίζουμε να λέμε «στραβά κι ανάποδα».
Ωστόσο, όσο κι αν θα ήθελε να μιλήσει ντόμπρα για τις διαχρονικές στρεβλώσεις της χώρας, το αποτέλεσμα δεν κρύβει μια αντανακλαστικού τύπου καταφυγή σε κάθε λογής κλισέ, όπως αυτό περί των ισχυρών αντρών και των γυναικών τους που δρουν στο παρασκήνιο, της γυναικείας φιλίας που εύκολα προδίδεται (το δίδυμο Φιόνας Γεωργιάδη και Τόνιας Σωτηροπούλου) ή της αντρικής που παραμένει ανθεκτική, ακόμη και μεταξύ χαρακτήρων όπως αυτών που υποδύονται οι Μαρκουλάκης, Αβαρικιώτης (ποινικολόγος) και Μουζουράκης (εύπορος χίψτερ). Έτσι, εκεί που π.χ. το «Αι Ειδοί του Μαρτίου» του Κλούνεϊ επιχειρεί φιλότιμα να αποδομήσει το φαινομενικά τέλειο πολιτικό προφίλ του πρωταγωνιστή της στο πλαίσιο ενός καθαρόαιμου πολιτικού θρίλερ γεμάτο χαρακτήρες που αν μη τι άλλο έχουν δουλευτεί στο χαρτί, το «Success Story» εξαντλείται σε μία επιδερμική σατιρική σκιαγράφηση αυτών που συνηθίζουμε να λέμε «στραβά κι ανάποδα» της ψωροκώσταινας, τα οποία εν πολλοίς επιμερίζονται σε άπληστους πλούσιους και ξεπουλημένους μικροαστούς που διεκδικούν κάνα ξεροκόμματο απ’ την πίτα.
Ο μελοδραματικός χαρακτήρας της πλοκής εντείνεται από τα γλαφυρά voice over των δύο κεντρικών πρωταγωνιστών, τους πομπώδεις διαλόγους που μοιράζονται καθώς επίσης την εμφάνιση υποπλοκών τραβηγμένων απ’ τα μαλλιά, οι οποίες επιχειρούν να ωθήσουν με το στανιό την ιστορία στη σφαίρα του θρίλερ. Ωστόσο, ακόμα και μέσα απ’ αυτόν τον αχρείαστο θόρυβο και την υπερπληροφόρηση που παρέχει το αδύναμο σενάριο της Κατερίνας Μπέη, εξακολουθούν να διαφαίνονται αναλαμπές Περακικής ευστροφίας, κυρίως μέσα από κάποιες κοφτερές ατάκες που αναζητούν διέξοδο προς ένα χιούμορ μαύρο και πικρό, όπως αυτό που κάποτε θαυμάσαμε στην πρώτη «Λούφα» ή το «Άρπα Colla». Ανέλπιστα επιτυχημένη είναι επίσης η εντελώς meta παρουσία των Ψαριανού και Τατσόπουλου στην ταινία (τα μόνα χρήσιμα cameo της παραγωγής) την ώρα που ο Πάνδωρας προαναγγέλλει τη γέννηση ενός νέου πολιτικού φορέα, όταν στην πραγματική ζωή οι δυο τους πρέπει να έχουν αλλάξει ως και μισή ντουζίνα κόμματα.
Αν μη τι άλλο, το χαρτί που έχει να παίξει το «Success Story» κατά την έξοδό του στις αίθουσες είναι η πληθώρα αναγνωρίσιμων πρωταγωνιστών, μερικές εμφανίσεις-έκπληξη όπως αυτή του Ανδρέα Κωνσταντίνου ως Γεωργιανού κακοποιού και η εύκολη σύνδεση με την ελληνική πραγματικότητα. Από εκεί και πέρα, αυτή η εμφανής «ευκολία» αναμένεται να ενοχλήσει λιγότερο ή και καθόλου το κοινό που παραδοσιακά νιώθει άνετα απέναντι σε ανάλογες εγχώριες, all star cast κινηματογραφικές απόπειρες. Ακόμα κι έτσι όμως, η θεαματική παραφωνία του τραγουδιού «Στον Αέρα» όταν πέφτουν οι τίτλοι τέλους σε σχέση με όσα έχουν προηγηθεί είναι πραγματικά απ’ τα άγραφα, και μαζί ενδεικτική της ασυμφωνίας των ετερόκλητων στοιχείων που ο Περάκης πασχίζει να χωρέσει στην ίδια ταινία.