Πολύ συχνά στο ύστερο έργο μεγάλων δημιουργών θα συναντήσεις απλότητα, μια σιγουριά θεμελιωμένη από χρόνια εμπειρίας και ολοκληρωτική -ολοκληρωτική όμως- απουσία άγχους για εντυπωσιασμό. Πάρε τον Χωκς, πάρε τον Φορντ, πάρε τον Όζου και τον Μελβίλ ως παραδείγματα τρανά, σκηνοθετών που κατείχαν μεν την τέχνη της οικονομίας και της αφαίρεσης από τα γεννοφάσκια τους, την έφτασαν όμως στο απόγειο της στα τελευταία έργα τους. Μέλος αυτής της εκλεκτής ομάδας είναι και ο Ίστγουντ. Η απλότητα ήταν πάντα αρετή του σινεμά του, εδώ και κάμποσα χρόνια όμως – από το «Million Dollar Baby» κι έπειτα- oι ταινίες του είναι πάντοτε υποδείγματα αφηγηματικής λιτότητας, κινηματογραφικής οικονομίας και μέτρου.
Σου δίνει δε την αίσθηση πως κάνει τα απολύτως απαραίτητα για να εξυπηρετήσει την ιστορία και τις ιδέες πίσω από αυτή, δίχως ποτέ να τις επισκιάζει. Ούτε υπερβολικές σκηνοθετικές φιοριτούρες, ούτε μεγαλεπήβολα στημένες σεκάνς θα βρεις. Αν τον ρωτήσεις, θα σου απαντήσει με ταπεινοφροσύνη «Ι just shoot movies», κατά το γνωστό φορντικό ρητό «είμαι ένας σκηνοθέτης γουέστερν». Θα σου πει, δηλαδή, πως είναι ένας άνθρωπος που απλά κάνει την δουλειά του.
Η νέα του ταινία διαρκεί περίπου μιάμιση ώρα . Και δεν έχει μέσα της τίποτα περιττό, δεν μπορείς να πετάξεις ούτε μισό καρέ, χωρίς να χαλάσεις κάτι. Με μια ιδιοφυή σε σύλληψη εισαγωγή ο Ίστγουντ σου δίνει μέσα σε τρία λεπτά όλα όσα χρειάζεται να ξέρεις για τον χαρακτήρα. Μαθαίνεις την δουλειά του, την αίσθηση ευθύνης που τον διέπει και την συναισθηματική κατάσταση στην οποία βρίσκεται. Τοποθετεί μάλιστα την δράση στο μετά, σου λέει με το καλημέρα την έκβαση της περιπέτειας στην οποία ενεπλάκη ο χαρακτήρας. Γιατί δεν είναι το σασπένς το μέλημα του. Υιοθετώντας μια αφήγηση αλά Ρασομόν μας αφηγείται ξανά και ξανά το επίμαχο συμβάν, από την στιγμή που παρουσιάστηκε βλάβη στο αεροπλάνο, έως την προσγείωση του στον ποταμό Χάντσον, με στόχο να διανύσει την απόσταση από την Εικόνα στην Αλήθεια κι από τον ήρωα στον πραγματικό άνθρωπο. Και ο άνθρωπος είναι η λέξη κλειδί για να αποκωδικοποιήσεις αυτή την καταπληκτική ταινία.
Γιατί η προσέγγιση του Ίστγουντ είναι ανθρωποκεντρική, ακόμα και στις σκηνές εκείνες που ένας άλλος σκηνοθέτης θα υπέκυπτε στον πειρασμό να αναδείξει με μεγαλοπρέπεια την δομή της επικείμενης καταστροφής, αυτός εστιάζει περισσότερο στα πρόσωπα. Και , μέσα από αυτή την ανυψωτική ιστορία, καταλήγει αφενός στην αποθέωση του ανθρώπινου παράγοντα, ο οποίος μέσα σε ένα τεχνολογικά πλουραλιστικό και τεχνοκρατικά ψυχαναγκαστικό περιβάλλον συχνά φαντάζει αμελητέος κι αφετέρου στην ανάδειξη μιας συλλογικής μορφής ηρωισμού κατά την παράδοση παλαιότερων κλασσικών αμερικανικών δημιουργιών.
Στο επίκεντρο όμως αυτής της συλλογικής προσπάθειας βρίσκεται ο πιλότος Τσέσλι Σαλενμπέργκερ. Τον υποδύεται ο Τομ Χανκς , αυτός ο σύγχρονος Τζέιμς Στιούαρτ, ο «δικός μας άνθρωπος» στο πανί. Συνεχίζοντας από εκεί που σταμάτησε στο συναφές θεματικά αλλά σχεδόν αντίθετο σε φιλοσοφία φιλμοκατασκευής «Captain Phillips», o Χανκς προσεγγίζει τον Σάλλυ ως έναν άνθρωπο που βρίσκεται σε μεγάλη εσωτερική ένταση, ενώ βάλλεται τόσο στο «πεδίο μάχης», όσο και από το οικογενειακό του περιβάλλον.
Μας παρουσιάζει έναν ήρωα που δεν αποδέχεται τον χαρακτηρισμό του ως τέτοιον, που δεν φέρει τίποτα ηρωικό, τίποτα σπουδαίο πάνω του, απλά έτυχε να βρίσκεται εκεί στη δεδομένη στιγμή, διατήρησε στο μέτρο του ανθρωπίνως δυνατού την ψυχραιμία του και έπραξε το χρέος του. Εάν μπορούσες να εισβάλλεις στην οθόνη, για να τον ρωτήσεις αν νιώθει πως έκανε κάτι ηρωικό, ξέρεις τι θα σου απαντούσε; Σωστά μάντεψες. Πως είναι ένας άνθρωπος που απλά έκανε την δουλειά του.