Το Νοέμβριο του 1939, η βόμβα που από καιρό συναρμολογούσε ο εργάτης χαλυβουργίας Γέοργκ Έσλερ και τοποθέτησε σε μπυραρία του Μονάχου όπου ήταν να βγάλει λόγο ο Χίτλερ, εξερράγη στην προγραμματισμένη ώρα της, αλλά ο τελευταίος είχε φύγει από τον χώρο 13 λεπτά νωρίτερα του αναμενομένου.
Ανίκανη να πιστέψει πως τούτος ο επαρχιώτης πρώην ακορντεονίστας και μαραγκός ενήργησε μόνος, η Γκεστάπο τον υπέβαλε επί μήνες σε απανωτές ανακρίσεις και βασανιστήρια για να κατονομάσει τους εντολείς του. Μάταια.
Για 13 λεπτά, λοιπόν , η νεώτερη ευρωπαϊκή ιστορία δεν άλλαξε. Ωστόσο, δεν είναι το μοιραίο (μεταφυσικό) του πράγματος που απασχολεί τον Όλιβερ Χίρσμπιγκελ, ο οποίος επανέρχεται στη χιτλερική Γερμανία μια 15ετία μετά την εκπληκτική «Πτώση», αλλά η αδυναμία ακριβώς του «πεφωτισμένου», παντοδύναμου, ισοπεδωτικού εξουσιαστικού μηχανισμού να δεχτεί την ασήμαντη μονάδα ως ρυθμιστή του ιστορικού γίγνεσθαι.
Με ατσάλινο ακαδημαϊσμό, το φιλμ ξεδιπλώνει την ιστορία του Έσλερ και ανιχνεύει τον χαρακτήρα και τα κίνητρά του, πριν ολοκληρώσει την «αποδεικτική» του πορεία περί της δυνατότητας του ατόμου να επέμβει καθοριστικά στη συλλογική μοίρα. Και, παρότι πληροφοριακά φειδωλό στη σύνοψη του φινάλε, σου μένει στον νου ως ένα από τα πιο στιβαρά πολεμικά δράματα των τελευταίων χρόνων.