Ο Τζαφάρ Παναχί («Ο Κύκλος», «Offside»), ένας από τους κορυφαίους κινηματογραφιστές του Ιράν, βραβευμένος με Αργυρή Άρκτο Σεναρίου στο Φεστιβάλ του Βερολίνου και Χρυσή Κάμερα στις Κάννες, μπήκε στη φυλακή δύο φορές, μία το 2009 και μία το 2010, με την κατηγορία της προπαγάνδας κατά της ιρανικής κυβέρνησης, ενώ του απαγορεύθηκε και να γυρίζει ταινίες για είκοσι χρόνια.
Κι αυτό που για οποιονδήποτε άλλον σκηνοθέτη θα ισοδυναμούσε με ένα είδος καλλιτεχνικής εξόντωσης, για τον Παναχί αποτέλεσε έμπνευση για να γυρίσει κάποιες από τις καλύτερες ταινίες του. Αρχικά, το αριστουργηματικό ντοκιμαντέρ (που προτάθηκε και για Όσκαρ στη συγκεκριμένη κατηγορία) «This is not a Film» του 2010, που γυρίστηκε μέσα σε τέσσερις μέρες με ψηφιακή βιντεοκάμερα κι ένα iphone, στο οποίο ο σκηνοθέτης περιέγραφε την κατάστασή του και τώρα το «Ταξί στην Τεχεράνη».
Αυτό που εντυπωσιάζει περισσότερο σε αυτές τις δημιουργίες, είναι η δύναμη ψυχής και η επαναστατική διάθεση που βρίσκεται πίσω από την κατασκευή και τη διανομή τους. Αποκαλύπτουν έναν άνθρωπο που για κανέναν λόγο δεν είναι διατεθειμένος να αποδεχτεί τη φίμωσή του και μετέρχεται κάθε πιθανό μέσο για να εκφραστεί, να μιλήσει, να κάνει γνωστή στον κόσμο την αλήθεια του. Αν αυτό δεν είναι ο ορισμός της περήφανης πολιτικής στάσης, τότε τι είναι; Ο Παναχί έχει κάτι να πει, και θα το πει ακόμα και αλυσοδεμένος.
Γυρισμένο με μια πληθώρα από μικρές κάμερες (κάποιες εκ των οποίων βρίσκονται επιδέξια τοποθετημένες μέσα στο όχημα, και κάποιες τις κρατούν οι «πελάτες» που μεταφέρει ο οδηγός ταξί Παναχί), το «Ταξί στην Τεχεράνη», δίνει την ευκαιρία στον ταλαντούχο σκηνοθέτη να καυτηριάσει μια σειρά από ακανθώδη κοινωνικοπολιτικά ή θρησκευτικά ζητήματα της πατρίδας του, να φιλοσοφήσει, να κάνει χιούμορ, και εν τέλει να παρουσιάσει μπροστά στην κάμερα μια ζωντανή, εκρηκτική, πάλλουσα ανθρωπογεωγραφία που μέσα από καταπληκτικούς διαλόγους επιδίδεται στην πιο επιδέξια καμουφλαρισμένη αποδόμηση ενός αυταρχικού καθεστώτος (αυτού του καθεστώτος που κάνει ό,τι μπορεί για να κλείσει το στόμα του καλλιτέχνη) που θα μπορούσε κανείς να διανοηθεί.
Μέσα τις ιδιότυπες συνεντεύξεις που παίρνει από τους επιβάτες του, ο Παναχί αφήνει κατά κάποιον τρόπο την ίδια την Τεχεράνη να εκφραστεί με τη δική της φωνή, να αποκαλύψει τους προβληματισμούς, τις αγωνίες, τις ιδέες και τα συναισθήματα που κινούν τους ανθρώπους της, παρακάμπτοντας τους περιορισμούς και τα εμπόδια που θέτει η εξουσία.
Κι έτσι, ισορροπώντας μαεστρικά ανάμεσα στο ντοκιμαντέρ και τη μυθοπλασία (γιατί όλοι όσοι εμφανίζονται στην ταινία είναι ηθοποιοί), την πολιτική καταγγελία και τη σάτιρα ηθών, την νατουραλιστική καταγραφή και τον φορμαλισμό –ας μην ξεχνάμε ότι η ταινία είναι κι ένας θρίαμβος ύφους κάτω από τις πιο αντίξοες συνθήκες, ή μάλλον εξαιτίας αυτών- το «Ταξί στην Τεχεράνη» μετατρέπεται σε μια ανθρωποκεντρική σπουδή των μικρών και μεγάλων που συγκροτούν την συλλογική ψυχή ενός λαού, καταφέρνοντας παράλληλα να αποτελεί και μια ακόμα πύρρειο νίκη κατά της λογοκρισίας οποιασδήποτε μορφής.