Μια μεγάλη μερίδα θεωρίας και κριτικής και μια μικρότερη, πλην διόλου ευκαταφρόνητη, του σινεφίλ κοινού δεν αποδέχεται ως σοβαρό σινεμά –ενίοτε και ως σινεμά- οποιοδήποτε φιλμ δεν συνιστά, έστω και φαινομενικά, μια διανοητική κατασκευή. Για αυτούς το συναίσθημα και η επίκληση σε αυτό είναι αδυναμία. Επόμενο είναι ένας σκηνοθέτης, όπως ο Τορνατόρε, να αντιμετωπίσει στην καλύτερη περίπτωση την αδιαφορία τους ή, ακόμα χειρότερα, να πέσει σε δυσμένεια. Δεν κάνει, βλέπετε, σινεμά ιδεών – αν και οι ιδέες υπάρχουν στο έργο του, αρκεί κάποιος να «σκάψει» για να τις βρει-, αλλά σινεμά ανθρώπων, που απευθύνεται σε τέτοιους. Το «Corrispondenza» είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής του της φιλοσοφίας. Οι ήρωες του, ένας καθηγητής αστρονομίας και μια φοιτήτρια του ίδιου κλάδου, αναφέρονται στο άπειρο, την αστρική εξέλιξη, την κοσμολογία, ο Τορνατόρε όμως επιλέγει να κάνει μια ταινία για τον έρωτα ανάμεσα τους κι έτσι όλες οι «κοσμικές» αναφορές περιστρέφονται γύρω από αυτόν.
Το concept το δανείζεται από το χαρακτηριστικά ανοικονόμητο και γλυκερό «P.S I Love you» του Ρίτσαρντ Λα Γκραβενέζ, το διαχειρίζεται όμως με καλαισθησία και, παρότι ποτέ δεν αρνείται πως η ιστορία του εκτυλίσσεται σε ένα σύμπαν κινηματογραφικό, έξυπνα προσθέτει στιγμές, όπου το αγαπητικό σχέδιο του εκλιπόντος εραστή δεν πηγαίνει κατ’ ευχή, τείνοντας χείρα συμφιλίωσης και προς εκείνο τον θεατή, που δυσκολεύεται να αποδεχτεί την σεναριακή σύμβαση. Προσπαθεί επίσης να αξιοποιήσει την εικαστική γλώσσα του σήμερα, εστιάζοντας συχνά σε οθόνες υπολογιστών και κινητών. Η αλληλεπίδραση του χαρακτήρα με την οθόνη και η εικόνα ως κοινωνός συναισθημάτων, είναι μοτίβα που θα απαντήσεις και στην μεγάλη του επιτυχία, το «Σινεμά ο Παράδεισος».
Από την άλλη οι απόπειρες του για χιτσκοκισμούς αυτή την φορά δεν αποδίδουν καρπούς, ένα (ευτυχώς μικρό) μέρος των διαλόγων παραπέμπει σε στιχάκια ημερολογίου, ενώ η υπο-πλοκή με το τραυματικό παρελθόν της ηρωίδας και την άμεσα συσχετιζόμενη παράλληλη δραστηριότητα της ως κασκαντέρ τίποτε ουσιαστικό δεν προσθέτει στο δράμα. Παραμένει όμως ικανός αφηγητής, προσέχει, όπως πάντα, τί βρίσκεται μέσα στο κάδρο του κι αναγνωρίζει την σημασία του εύστοχου casting, επιλέγοντας για τον χαρακτήρα εκείνο, τον οποίο βλέπουμε περισσότερο στην οθόνη ένα από τα πιο φωτογενή πρόσωπα, που ξεπετάχτηκαν τα τελευταία χρόνια, την Όλγα Κιριλένκο, και για εκείνον, που ακούμε περισσότερο, έναν ηθοποιό με μεταξένια φωνή και ιδιαίτερη εκφορά του λόγου, τον Τζέρεμυ Άιρονς.
Από τις δυνατές δουλειές του δεν είναι, αν θες όμως να δεις μια στρωτή, καλογυρισμένη ταινία, που παρουσιάζει τον έρωτα, ως τη δύναμη εκείνη που υπερέχει έναντι των υπολοίπων και μπορεί να κερδίσει ακόμα και τον θάνατο, κόπιασε.