«Απαγορεύεται να σκοτώνεις. Γι’ αυτό, όλοι οι δολοφόνοι τιμωρούνται, εκτός κι αν σκοτώνουν σε μεγάλους αριθμούς και υπό τους ήχους σαλπίγγων». Αυτή η ρήση του Βολτέρου πάνω στη σχετικότητα του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας, ανοίγει την πόρτα σ’ ένα από τα πλέον συντριπτικά για τον θεατή ντοκιμαντέρ που γυρίστηκαν ποτέ. Γιατί είναι ακριβώς αυτός ο αδιανόητος, παρανοϊκός υποκειμενισμός μέσα στον οποίο μπορούν να εκπονηθούν, να δικαιολογηθούν, να ξεπλυθούν ή ακόμα και να δοξαστούν οι μεγαλύτερες φρικαλεότητες, που κάνει μερικές φορές τις πράξεις αυτές καθ’ αυτές να ωχριούν σε βαναυσότητα μπροστά του. Και πολύ περισσότερο επειδή το «The Act of Killing» δεν είναι ακόμα μια ταινία για ένα (ατιμώρητο) μαζικό έγκλημα. Είναι ένα παράτολμο, όσο και αφόρητα σκληρό φιλμ πάνω στην πλέον απάνθρωπη μορφή όπου μπορεί να πάρει ο τρόπος με τον οποίο επιλέγει κανείς να προσεγγίσει την πραγματικότητα. Μαζί, κι ένας εκκωφαντικός συναγερμός για τα τέρατα που μπορεί να χωρέσει η αχανής υποκειμενικότητα της αφήγησης.
Στο «The Act of Killing», ο Τζόσουα Οπενχάιμερ, η Κρίστιν Σιν και μια σειρά Ινδονήσιων σκηνοθετών που για λόγους δικής τους ασφάλειας εξακολουθούν να διατηρούν την ανωνυμία τους, εστιάζουν στα αδιανόητα εγκλήματα που διαπράχθηκαν στην Ινδονησία με αφετηρία το 1965. Τότε που, η κυβέρνηση της χώρας ανατράπηκε από στρατιωτικούς, με συνέπεια όσοι αντετίθεντο στο καθεστώς, να αντιμετωπίσουν την κατηγορία του κομμουνιστή. Έτσι, μέσα σε λιγότερο από ένα χρόνο, πάνω από ένα εκατομμύριο «κομμουνιστές», από συνδικαλιστές και διανοούμενοι μέχρι ακτήμονες αγρότες και γηγενείς Κινέζοι, οδηγήθηκαν μαζικά στο θάνατο με την βοήθεια κυβερνήσεων της Δύσης. Τις δολοφονίες αυτές διέπραξαν για λογαριασμό του στρατού παραστρατιωτικοί και μαφιόζοι, οι οποίοι έκτοτε όχι μόνο παραμένουν ατιμώρητοι, αλλά διατηρούν θέσεις εξουσίας εξακολουθώντας να καταδιώκουν τους αντιπάλους τους.
Οι δημιουργοί του φιλμ εφορμούν από δύο διαφορετικές αφετηρίες: η πρώτη έχει να κάνει με την απεραντοσύνη της ανθρώπινης βλακείας, η δεύτερη αφορά στην διαπίστωση πως υπάρχει ικανό περιθώριο στην έννοια του αυτονόητου που να χωρά ακόμα και αδιανόητης κλίμακας εγκλήματα.
Το ντοκιμαντέρ δίνει αποκλειστικά βήμα σε μερικούς από αυτούς τους αμετανόητους μακελάρηδες. Σαν τον Ανουάρ Κόνγκο και τον Ερμάν Κότο, οι οποίοι απ’ τη μια μέρα στην άλλη «προήχθησαν» από μαυραγορίτες κινηματογραφικών εισιτηρίων σε επικεφαλής ταγμάτων θανάτου. Ενώπιον της κάμερας του «The Act of Killing», αναλαμβάνουν όχι μόνο να περιγράψουν, αλλά να αναπαραστήσουν τα αμέτρητα φονικά που διέπραξαν, συνεπαρμένοι από το γεγονός πως θα συμμετείχαν σε ταινία. Με προτροπή του Οπενχάιμερ και των συνεργατών του, ο Ανουάρ και οι φίλοι του ξαναέστησαν κατά βούληση εκτελέσεις και βασανιστήρια που διέπραξαν, αντλώντας ο καθένας έμπνευση από το αγαπημένο του κινηματογραφικό είδος (μιούζικαλ, φιλμ νουάρ κτλ) και υποδυόμενοι πότε τους εαυτούς τους και πότε τα θύματά τους.
Οι δημιουργοί του φιλμ εφορμούν από δύο διαφορετικές αφετηρίες. Η πρώτη έχει να κάνει με την απεραντοσύνη της ανθρώπινης βλακείας, η οποία σε ορισμένες περιπτώσεις αρκεί για να εκθέσει θεαματικά και αυτοβούλως τους φορείς της (κάτι ανάλογο είδαμε στο προ δεκαετίας και επίσης υποψήφιο για Όσκαρ «Jesus Camp»), εν προκειμένω τους ίδιους τους μακελάρηδες που είναι αρκετά ηλίθιοι ώστε να μην αντιλαμβάνονται τη βαρύτητα όσων ομολογούν on camera. Η δεύτερη αφετηρία αφορά όχι μόνο στο πρωτόγνωρο της ατιμώρητης κτηνωδίας που διαπράχθηκε, αλλά κυρίως στην εφιαλτική διαπίστωση πως υπάρχει ικανό περιθώριο στην έννοια του αυτονόητου – ή στους μηχανισμούς ψυχικής «άμυνας», αν προτιμάτε – που να χωρά ακόμα και τέτοιας, αδιανόητης κλίμακας εγκλήματα.
Στο σημείο συνάντησης αυτών των δύο διαδρομών αναδύεται σε όλη του τη μεγαλοπρέπεια το πιο πηχτό σκοτάδι που μπορεί να εξυφάνει η ανθρώπινη φύση. Είναι εκεί όπου φωλιάζει το τέλος της λογικής (και ό,τι αυτή μπορεί να σημαίνει), η κατάργηση της συνειδητότητας, μαζί και εκείνο το πέρασμα πέραν του οποίου καταλύεται ο διαχωρισμός μεταξύ καλού και κακού. Όσο για τα σωματοποιημένα ως επί το πλείστον ψήγματα τύψεων που εμφανίζει στο τέλος ο Ανουάρ, δεν είναι παρά η πλέον αφόρητη κατακλείδα σ’ ένα ντοκιμαντέρ που δοκιμάζει απ’ την αρχή ως το τέλος τις συναισθηματικές αντοχές του θεατή. Ίσως επειδή θα ήταν πιο ευκολοχώνευτο αν το φιλμ έκλεινε με την εντύπωση πως τούτοι οι αδίστακτοι κατά συρροή δολοφόνοι είναι απλώς ανίκανοι να νιώσουν συμπόνια ή τύψεις.
Το «The Act of Killing» γυρίστηκε στην Ινδονησία, εκεί όπου οι θήτες εξακολουθούν να κυκλοφορούν καμαρωτοί ενώ οι ντόπιοι που συμμετείχαν στην παραγωγή κρύβονται στα credits υπό την αναφορά «Ανώνυμοι». Απέσπασε δεκάδες βραβεία σε διεθνή φεστιβάλ και στις απανταχού ενώσεις κριτικών, ενώ ο Οπενχάιμερ επέστρεψε στο ίδιο θέμα δύο χρόνια μετά με το επίσης σημαντικό «The Look of Silence». Οι όποιες διακρίσεις ωστόσο ωχριούν μπροστά στη σημασία να φέρει ένα φιλμ εκατομμύρια θεατές ενώπιον ενός άκαμπτου συνειδησιακού τείχους, από τη σύγκρουση με το οποίο δε θα απέμεινε παρά ένα νέφος αβεβαιότητας πάνω στο πώς μπορούν να εκληφθούν – και άρα να παρερμηνευτούν – οι έννοιες της ηθικής, του καλού και του κακού, της λεγόμενης κοινής λογικής, της τέχνης, της ίδιας της ανθρώπινης ζωής.