Στην τέταρτη, αισίως, συνεργασία τους, συνοδευόμενη από την μοναδική φορά που ο πολύς Ντένζελ Ουάσινγκτον πρωταγωνιστεί σε σίκουελ, ο Ρόμπερτ Μακ Κολ καλείται να λύσει με τον δικό του τρόπο ένα μυστήριο που εμπλέκει την πιο παλιά και έμπιστη φίλη του (Η Μελίσα Λέο της πρώτης ταινίας εμφανίζεται και εδώ) ενώ ταυτόχρονα προσπαθεί να απομακρύνει από τις κακές συναναστροφές τον έφηβο γείτονά του Μάιλς (ο εκφραστικότατος Άστον Σάντερς του «Μούνλαϊτ») αλλά και να «εξισώσει» όπως αυτός ξέρει τις αδικίες που υφίστανται οι άνθρωποι με τους οποίους συναναστρέφεται.
Είτε αυτές αφορούν απαγωγές ανηλίκων και ξυλοδαρμούς γυναικών, είτε πάλι ανεκπλήρωτες επιθυμίες υπερήλικων και μοναχικών επιζώντων του ολοκαυτώματος. Στα πρότυπα άλλων, σχεδόν συνομηλίκων με αυτόν ηρώων, ο Ουάσινγκτον ερμηνεύει για κόμη μια φορά τον αρχέτυπο κινηματογραφικό σκληρό σε ένα κλασικό φιλμ εκδίκησης (βλέπε «Εκτελεστής της Νύχτας», με το πρόσφατο κάκιστο ριμέικ του) που μπορεί μεν να μην αποθεώνει ολοκληρωτικά την αυτοδικία, αλλά δεν δείχνει και ιδιαίτερο ενδιαφέρον για περαιτέρω προβληματισμό γύρω από αυτήν.
Ο Φούκουα σκηνοθετεί με το γνωστό μάτσο ύφος και χωρίς να διεκδικεί δάφνες πρωτοτυπίας, εναλλάσσοντας σκηνές απίστευτης σωματικής βίας και βαρβαρότητας, με στιλιζαρισμένες εικόνες αστικής μελαγχολίας, συνοδευμένες από τις πράξεις (υπερβολικής και βεβιασμένης, ίσως) ανθρωπιάς του Ρόμπερντ, ο οποίος βρίσκει στο πρόσωπο του Ουάσινγκτον ένα αναπάντεχα σαγηνευτικό πορτρέτο, κάτι που λειτούργησε άκρως αποδοτικά και στην προηγούμενη ταινία.
Η μεθοδικότητα αλλά και οι μικρές και ασυνήθιστες ιδιοτροπίες που τον καθιστούσαν έναν «αόρατο άνθρωπο» στο πρώτο φιλμ, τώρα μοιάζουν να μπαίνουν στο περιθώριο.
Η διαφορά εδώ βέβαια έγκειται στο γεγονός ότι το σενάριο αποφασίζει, μάλλον λανθασμένα, να βουτήξει στο σκιώδες μέχρι εκείνη τη στιγμή παρελθόν του ήρωα, ξεκαθαρίζοντας μεν το τοπίο, χαλώντας δε το μυστήριο γύρω από τον εξηντάρη άγγελο-εκδικητή και στερώντας ταυτόχρονα από τον σπουδαίο ηθοποιό την μοναδική του ικανότητα να εκφράζει με δυο-τρία βλέμματα και ένα παράξενο βάδισμα την οδυνηρή ιστορία που συντροφεύει τον κάθε χαρακτήρα που υποδύεται. Η μεθοδικότητα αλλά και οι μικρές και ασυνήθιστες ιδιοτροπίες που τον καθιστούσαν έναν «αόρατο άνθρωπο» στο πρώτο φιλμ, τώρα μοιάζουν να μπαίνουν στο περιθώριο, δίνοντας τη θέση τους σε έναν πιο αποφασισμένο και κυρίαρχο ήρωα που, παρότι μοιάζει πιο επιβλητικός, καταλήγει να αναπαρίσταται ερμηνευτικά πιο αδύναμος και μονοδιάστατος. Αν σε όλα αυτά προσθέσεις και μια σειρά από υποπλοκές που δίνουν την αίσθηση ότι απλά χρησιμοποιούνται ως προσχήματα για περισσότερες σκηνές δράσης, αντιλαμβάνεσαι ότι τελικά η ταινία δεν ξεδιπλώνεται τόσο απροβλημάτιστα όσο θα ήθελε, αφήνοντας πολλές φορές μια γεύση ανούσιας περιπλάνησης σε αφηγηματικούς δρόμους που είτε μεγαλώνουν άσκοπα τη διάρκειά της, είτε καταλήγουν σε σεναριακά αδιέξοδα.
Παρόλα αυτά (και αν αποφασίσεις εξ αρχής να παραμερίσεις τις όποιες ηθικές και κοινωνικές αντανακλάσεις έχει η ηρωοποίηση ενός συνταξιούχου μυστικού πράκτορα που παίρνει το νόμο στα χέρια του) το φιλμ τελικά κάνει αυτό που υπόσχεται αφού, έχοντας συναίσθηση των περιορισμών του -και πλαισιωμένο από έναν σπουδαίο και εμπορικά υπερεπιτυχημένο πρωταγωνιστή- σερβίρει το γνωστό, ασφαλές πιάτο διασκέδασης, δράσης και απενοχοποιημένης βίας, ιδιαίτερα αν σκεφτεί κανείς ότι το «2» στον τίτλο του ορίζει ότι κατά πάσα πιθανότητα είσαι υποψιασμένος για το τι πρόκειται να δεις στην οθόνη. Αντηχώντας δε το εμβληματικό ληκτικό πλάνο του Γουέστερν του Τζόν Φόρντ «Η Αιχμάλωτη της ερήμου» (όπως και της τελικής αναμέτρησης στο «Τρένο θα Σφυρίξει Τρεις Φορές» του Φρεντ Τσίνεμαν), το φιλμ του Φούκουα μοιάζει τελικά να υπηρετεί σχεδόν πιστά το κινηματογραφικό είδος που αντιπροσωπεύει, κλείνοντας ίσως άθελά του το μάτι σε μια διαχρονική αμερικάνικη καλλιτεχνική παράδοση που θέλει τους μοναχικούς της (άνδρες) ήρωες να θέτουν εντελώς υποκειμενικούς αλλά ανυπέρβλητους ηθικούς κανόνες και να δικαιολογούν με βάση αυτούς τις πράξεις τους, ο οποίες πολλές φορές είναι τουλάχιστον το ίδιο, αν όχι περισσότερο αποτρόπαιες με αυτές που τους ώθησαν να αντιδράσουν εξ’ αρχής.