Η αληθινή ιστορία του Φ.Τ.Μπάρνουμ μπορεί να σταθεί ως μία ευθεία αναλογία της γέννησης της showbiz: θέαμα και οφθαλμαπάτη, χρυσόσκονη και εκμετάλλευση, όνειρα και αποτυχίες. Ο Μπάρνουμ, που πέθανε λίγα χρόνια πριν την αυγή του 20ου αιώνα, ήταν ο πρωτοπόρος showman που μέσα από τις αντιφάσεις και τον οπορτουνισμό του ανέδειξε στην Αμερική του 1850 την ιδιομορφία της ανθρώπινης φύσης. Συστήνοντας το Αμερικανικό Μουσείο Μπάρνουμ στο Μπρόντγουεϊ, ένα τσίρκο ζωντανών εκθεμάτων, παρίες της ανθρώπινης «φυσιολογίας» όπως η γυναίκα με το μούσι, ο άντρας με τα τατουάζ, ο πιο ψηλός άνθρωπος του κόσμου και λοιπές εξωτικές μορφές, έγιναν αντικείμενο δημόσιας προβολής. Με το κατάλληλο αντίτιμο βεβαίως βεβαίως.
Διόλου τυχαία, η ζωή του εμπνέει το μιούζικαλ «The Greatest Showman» σε σκηνοθεσία Μάικλ Γκρέισι, με τη σιγουριά πως το συγκεκριμένο είδος έχει αποδεδειγμένα την ικανότητα να χωρέσει τόσο το μεγαλείο του καλλιτεχνικού οράματος, όσο και να υπογραμμίσει συναισθηματικά τον ανθρώπινο παράγοντα. Με ένα λαμπερό καστ και τραγούδια του καλλιτεχνικού, οσκαρικού διδύμου πίσω από το επιτυχημένο «La La Land», το «The Greatest Showman» σηκώνει αυλαία με αυτοπεποίθηση. Δυστυχώς όμως ξεχνά άμεσα και κάπως ανήθικα το σημαντικότερο στοιχείο (και λόγο) ύπαρξής του: την ιδιαιτερότητα της ανθρώπινης φύσης.
Με προϋπηρεσία στο μιούζικαλ και με έμφυτο πάθος να υποστηρίξει την ταινία, ο Τζάκμαν είναι ο λόγος για τον οποίο το «The Greatest Showman» δικαιώνει τον τίτλο του…
Το «Greatest Showman» είναι ένα άρτιο τεχνικά θέαμα: εικόνα, μοντάζ, ήχος, καλλιτεχνική διεύθυνση και ηθοποιοί συναποτελούν μία καλοκουρδισμένη μηχανή, ανταποκρινόμενοι πλήρως στις τεράστιες απαιτήσεις που έχει το μιούζικαλ ως είδος. Δεν είναι όμως αρκετό. Ο Μάικλ Γκρέισι, που πραγματοποιεί εδώ το σκηνοθετικό του ντεμπούτο, δανείζεται εύκολα την αισθητική του Μπαζ Λούρμαν για το «Μουλέν Ρουζ!» και παραδίδει μία αρκετά στατική καλλωπισμένη ταινία, σε τέτοιο βαθμό που η εμμονή στο αξιόλογο να αποδυναμώνει την προσπάθεια του κεντρικού χαρακτήρα να προβάλει το αξιοπερίεργο. Σ’ αυτό συνεπικουρούν και οι Μπέντζι Πάσεκ και Τζάστιν Πολ. Οι οσκαρούχοι δημιουργοί του «City of Stars» και «Another Day of Sun», βραβευμένοι με Τόνι για το εξαιρετικό «Dear Evan Hansen» και συνεργάτες του Άλαν Μένκεν για το επερχόμενο «Αλαντίν», γνωρίζουν πολύ καλά το είδος. Εδώ όμως παραδίδουν τραγούδια σύγχρονης ποπ και μουσικής ομοιογένειας. Στην προσπάθεια να αποδώσουν τη μοντέρνα, επαναστατική νοοτροπία του Μπάρνουμ, αφαίρεσαν κάθε στοιχείο διαφορετικότητας που – λογικά – όφειλαν να υπηρετήσουν. Σκεφτείτε τον πρόσφατο «Μεγάλο Γκάτσμπι» (οι αναφορές της ταινίας απ’ ότι φαίνεται εξαντλούνται όντως στον Λούρμαν), αλλά με λιγότερη δημιουργική διάθεση.
Αυτός που παραμένει κερδισμένος είναι ο Χιου Τζάκμαν, που απενδύεται τον Wolverine για λογαριασμό του Μπάρνουμ και σκιαγραφεί μέσα από το τραγούδι και το χορό του μία αμφιλεγόμενη προσωπικότητα. Με προϋπηρεσία στο μιούζικαλ και με έμφυτο πάθος να υποστηρίξει την ταινία, ο Τζάκμαν είναι ο λόγος για τον οποίο το «The Greatest Showman» δικαιώνει τον τίτλο του, με το υπόλοιπο καστ (Ζακ Έφρον, Ζεντάγια, Ρεμπέκα Φέργκιουσον) να πασπαλίζει με ταλέντο τη φαντασμαγορία του σόου.
Με βασικό ήρωα έναν άνθρωπο που ρίσκαρε για να πετύχει και δεν γνώριζε όρια στη φαντασία του, το «The Greatest Showman» παραείναι άτολμο και ασφαλές σε ήχο και εικόνα. Περισσότερο παρωχημένο, κι όχι παλιομοδίτικο, το «Greatest Showman» δεν έχει τις κινηματογραφικές αρετές του «La La Land» και επιπλέον του λείπει κάτι σημαντικό: δύσκολα θα σιγομουρμουρήσετε κάποιο από τα τραγούδια της ταινίας βγαίνοντας από την αίθουσα, δείγμα πως σε ένα μιούζικαλ κάτι δεν έχει πάει σίγουρα καλά.