Τρία χρόνια μετά το υπερφίαλο «Μόνο ο Θεός Συγχωρεί» που γιουχαΐστηκε στις Κάννες και κατακρεουργήθηκε από την κριτική, ο Νίκολας Βίντινγκ Ρεφν επιστρέφει με εξόχως προβοκατόρικη διάθεση, σε πείσμα σχεδόν των πολέμιών του που ολοένα και αυξάνονται στη μετά «Drive» εποχή. Στο νέο του εγχείρημα, ακολουθεί την Ελ Φάνινγκ στο ρόλο ενός 16χρονου επίδοξου μοντέλου, το οποίο φτάνει στο Λος Άντζελες με φιλοδοξίες, μόνο και μόνο για να την καταβροχθίσει τελικά ο «ανθρωποφάγος» κόσμος του μόντελινγκ.
«Beauty is not everything, it's the only thing», διατείνεται κάποια στιγμή ο διακεκριμένος φωτογράφος μόδας του οποίου την εύνοια έχει κερδίσει η νεαρή Τζέσι, γεγονός που διεγείρει φυσικά το φθόνο των υπολοίπων κοριτσιών. Όσα απίθανα περιλαμβάνονται στο «Neon Demon», από νεκροφιλία και κανιβαλισμό μέχρι σβάστικες και πάσης φύσεως συμβολισμούς, υποτίθεται πως καταλήγουν στη σκιαγράφηση της αδυσώπητης σκληρότητας που χαρακτηρίζει τον μικρόκοσμο της μόδας, της showbiz και του θεάματος γενικότερα, εντός ενός μεγάκοσμου που ούτως ή άλλως καταδυναστεύει τα υποκείμενά του μέσα από την κουλτούρα του ωραίου και του ανταγωνισμού μέχρις εσχάτων. Και ό,τι μαθαίνει από πρώτο χέρι η άμαθη στα παιχνίδια αυτοπροβολής νεαρή ηρωίδα, δεν είναι άλλο από το εφιαλτικό αντίτιμο της ολοκληρωτικής παράδοσης στο ιδεώδες της ομορφιάς και στα θέλγητρα της διασημότητας.
Νέον φώτα, γκλίτερ και εξεζητημένοι φωτισμοί, slow motion που απαιτούν θαυμασμό, αισθητική που προσιδιάζει σε βιντεοκλίπ και φωτογράφηση περιοδικού μόδας, χαρακτήρες που κουβαλούν μια μόνιμη ηδυπάθεια στο βλέμμα και μιλούν με παύσεις άνευ ουσίας, συνθέτουν ένα επιδεικτικά εστέτ οικοδόμημα υπό τους – εξαιρετικά ταιριαστούς είναι η αλήθεια – ήχους του Κλιφ Μαρτίνεζ, το οποίο πασχίζει να αποκτήσει υπόσταση μέσα από έναν σκασμό βαρυσήμαντων επιρροών, ξεκινώντας από τον Τρίερ και τον Λιντς και φτάνοντας στον Κιούμπρικ και τους επιγόνους του (βλ. Τζόναθαν Γκλέιζερ).
Μέσα από τα περίτεχνα πλάνα αυτοθαυμασμού του Δανού σκηνοθέτη, επιχειρείται να στηθεί ένα αναπόδραστο σύμπαν ακραίου ανταγωνισμού που υποβιβάζει τον άνθρωπο στην τάξη του αντικειμένου, σα να πρόκειται για ένα «Full Metal Jacket» γένους θηλυκού, ενώ οι διάλογοι θα ήθελαν πολύ να αποπνέουν την απόκοσμη αύρα ενός «Mulholland Drive», αρκεί να είχαν κάτι να πουν. Οι χαρακτήρες όμως είναι πλήρως παραδομένοι στην πόζα και ενίοτε εντελώς ξένοι με το υπόλοιπο σώμα της ταινίας. Κανείς δεν καταλαβαίνει π.χ. τι εξυπηρετεί ο βίαιος ρόλος του Κιάνου Ριβς, πέραν του να στείλει μια ώρα αρχύτερα τη Φάνινγκ στο στόμα του λύκου, δηλαδή των ανταγωνιστριών της.
Μοιραία, κάθε καλή ιδέα στο «Neon Demon» είναι καταδικασμένη να προσκρούει σε μία κολοσσιαία αντίφαση: ένα φιλμ φουσκωμένο από το πληθωρικό εγώ του δημιουργού της (σε σημείο μάλιστα που οι τίτλοι αρχής κοσμούνται από το α λα Υβ Σεν Λοράν μονόγραμμα NWR του ονόματός του) να επιχειρεί να μιλήσει για την αυταρέσκεια, τη λατρεία της εικόνας και την εκτυφλωτική λάμψη του κόσμου της μόδας. Με άλλα λόγια, ο Ρεφν στήνει ένα τύποις φιλμ τρόμου λογικής ‘70s που πολύ θα ήθελε να ανοίξει ουσιαστικό διάλογο με τον giallo κόσμο του Αρτζέντο, του οποίου το δρόμο πασχίζει εμμονικά εδώ να διαβεί. Με τη βασικότατη διαφορά (πέραν όλων των άλλων) πως οι ταινίες του Ιταλού δε γεννιούνταν μέσα σε ένα ασφυκτικό καθεστώς συνειδητότητας του στυλ και της αισθητικής τους, ούτε αυτοστραγγαλίζονταν μέσα στη μονομανία των καταβολών τους.