Ο Θορ (Κρις Χέμσγουορθ) αιχμάλωτος σε έναν πλανήτη-χωματερή, όπου η αληθινή του ταυτότητα δεν αναγνωρίζεται από κανένα, χωρίς συμμάχους και το τρομερό σφυρί του, προσπαθεί να επιστρέψει στην πατρίδα του, για να αποτρέψει την προφητεία του επερχόμενου Ragnarok, δηλαδή του καθολικού αφανισμού του πλανήτη Άσγκαρντ. Για να τα καταφέρει πρέπει να αντιμετωπίσει δυο βασικά προβλήματα, την παντοδύναμη Θεά του Θανάτου Χέλα (Κέιτ Μπλάνσετ) και τον…φίλο του Aπίθανο Χαλκ (Μαρκ Ράφαλο).
Δυο χρόνια μετά την «Εποχή του Ultron», ο Θεός του Κεραυνού επιστρέφει στην τρίτη «σόλο» περιπέτειά του μακριά από τη Γη και τον κόσμο των «Εκδικητών», για μία σατυρική ενδοσκόπηση, στα όρια της αυτοπαρωδίας, που στρετσάρει τον κωμικό μυικό τόνο του Κρις Χέμσγουορθ, τη σέξι χαιρεκακία της Κέιτ Μπλάνσετ, τη σοφιστικέ αλαζονεία του Τομ Χίντλστον και τις ανεξέλεγκτες νευρώσεις του Μαρκ Ράφαλο. Αποτέλεσμα; Μία ταινία Marvel που βρίσκεται πιο κοντά στο χαλαρό, χιουμοριστικό ύφος του «Deadpool», παρά στις σαιξπηρικές καταβολές της πρώτης ταινίας «Thor» δια χειρός Κένεθ Μπράνα. Υπεύθυνος για την ανατρεπτική αλλαγή, ο Νεοζηλανδός σκηνοθέτης Τάικα Γουαϊτίτι.
Δημιουργός που έχει εξετάσει στο παρελθόν οικογενειακούς δεσμούς με τρυφερή ειρωνεία και ευρηματική αφήγηση («What We Do In The Shadows», «Hunt for the Wilderpeople»), ο Γουαϊτίτι παραδίδει στο νέο Θορ, μία περιπέτεια φαντασίας που θα μπορούσε κάλλιστα να τιτλοφορείται «Asguardians of the Galaxy», μιας και η κωμική φλέβα του συγκεκριμένου σίκουελ αντλεί έμπνευση από την παρεΐστικη ιδιοσυγκρασία των «Φυλάκων». Κάπου ανάμεσα σε τριπαριστό «Μονομάχο», με νοσταλγικές αναφορές σε arcade games και την έντονη, στιλιστική πληθώρα των ‘80s να εμποτίζει κάθε καρέ, το «Thor: Ragnarok» δεν οδηγεί απαραίτητα τους χαρακτήρες και την ιστορία του Marvelικού σύμπαντος σε νέα βάση, αλλά διασκεδάζει με έναν εξίσου ξέφρενο ρυθμό.
…πατήστε play στο «Immigrant Song» των Led Zeppelin και δείτε Θεούς (του Κεραυνού) και Θέες (της υποκριτικής) να νικούν τα πάθη και το χρήμα (των ταμείων)
Ο Κρις Χέμσγουορθ δείχνει να απολαμβάνει τη χιουμοριστική αλλαγή πλεύσης, και χωρίς να γελοιοποιεί ή να αποδυναμώνει το εκτόπισμα του αρχετυπικού ήρωα που ερμηνεύει, συντονίζεται επιτυχώς σε κάθε κωμική έκφανση του σεναρίου που ποικίλλει από τη σωματική κωμωδία και το σωστό ατακαδόρικο χρονισμό, μέχρι τη χοντροκομμένη φάρσα και τα οπτικά γκανγκ. Μαζί του η Κέιτ Μπλάνσετ, ως μία φιλήδονη και απολύτως σατανική Θεά του Θανάτου, «φορά» το στενό κοστούμι της Χέλα με ερμηνευτική άνεση και ταιριαστή υπερβολή. Στο ίδιο μήκος και ο εκκεντρικός Grandmaster του Τζεφ Γκόλντμπλουμ, που κλέβει εντυπώσεις, σε ένα δεδομένα καλό καστ ηθοποιών που συμπληρώνουν ο Μαρκ Ράφαλο, ο Τομ Χίντλστον, η Τέσα Τόμσον («Creed») και μερικά ενδιαφέροντα cameo(!), και αποδεικνύεται κωμικά (και κομικ-ά) ευέλικτο.
Η καλοδεχούμενη κωμωδία/παρωδία του νέου «Thor» κοστίζει όμως σε μία ομογενοποίηση ύφους και χαρακτήρων, που έχει σαρώσει καθολικά τις κινηματογραφικές εξορμήσεις των ηρώων του στούντιο. Εδώ και αρκετές ταινίες Marvel, δεν υπάρχει κανένα ευδιάκριτο στοιχείο-δηλωτικό συγκεκριμένου ήρωα. Όλοι και όλα εναρμονίζονται στο ασφαλές πλαίσιο που υπαγορεύει η εμπορική στόχευση και ο αυστηρός προγραμματισμός των ταινιών, κατακερματισμένο παζλ ενός infinity war εισπράξεων και εντυπώσεων.
Προφανώς όμως το θέαμα σε ένα μπλοκμπάστερ μετράει και στο «Thor: Ragnarok» είναι σίγουρα οπτικά ενδιαφέρον και απενοχοποιημένα χαβαλεδιάρικο. Μέχρι την επόμενη περιπέτεια των «Εκδικητών» και λίγο πριν δούμε το «Black Panther», πατήστε play στο «Immigrant Song» των Led Zeppelin και δείτε Θεούς (του Κεραυνού) και Θέες (της υποκριτικής) να νικούν τα πάθη και το χρήμα (των ταμείων).