Η Αντέλ Ενέλ («Έρωτας με την Πρώτη Μπουνιά») πρωταγωνιστεί στο νέο φιλμ των Ζαν-Πιερ και Λικ Νταρντέν ως η Τζενί, μια αξιόλογη νεαρή γιατρός που βυθίζεται στις ενοχές επειδή αρνήθηκε να δει μια ασθενή, η οποία λίγο μετά κατέληξε νεκρή. Καθώς η ταυτότητα της άτυχης κοπέλας παραμένει μυστήριο, η Τζενί υπόσχεται στον εαυτό της να την ανακαλύψει, αναζητώντας παράλληλα την αλήθεια γύρω από τον αινιγματικό θάνατό της.
Το ταγμένο στον κοινωνικό ρεαλισμό σινεμά των πολυβραβευμένων Βέλγων δημιουργών βρίσκει εδώ ακόμα ένα τυπικό δείγμα γραφής του. Το «Άγνωστο Κορίτσι» εκκινεί όπως ακριβώς θα περίμενε κάποιος που έχει μια σχετική έστω εξοικείωση με το έργο τους: μία όχι εξεζητημένη σεναριακή συνθήκη, λειτουργεί ως αφορμή προκειμένου οι Νταρντέν να περιπλανηθούν στη δαιδαλώδους μορφής ηθική δομή που χαρακτηρίζει τον σύγχρονο άνθρωπο, ως μέρος του κοινωνικού όλου.
Το τελευταίο τους πόνημα διαθέτει αυτό το πολύτιμο για τους ίδιους δραματουργικό χαρακτηριστικό, με τη διαφορά πως το καύσιμο αυτό εξαντλείται απρόσμενα γρήγορα σε σύγκριση με προηγούμενες ταινίες τους. Η ευσυνείδητη ηρωίδα, αμέσως μετά τη σοκαριστική είδηση του θανάτου της νεαρής, μεταστρέφεται σε ένα μετανιωμένο πλάσμα που κυνηγημένο από τύψεις προσηλώνεται σε έναν στόχο συμβολικό – να ανασύρει το θύμα από το φάσμς της ανωνυμίας. Η αποκάλυψη των γεγονότων της μοιραίας βραδιάς (η οποία όπως αποδεικνύεται εν μέρει και όχι καθολικά βαραίνει την Τζενί), επιστρατεύεται προκειμένου να βγουν στην επιφάνεια τα γνωστά σκοτάδια της αστικής κοινωνίας. Επομένως, ο προσωπικός αγώνας της Τζενί ανάγεται σε πορεία εξιλέωσης, έναν γολγοθά επαυξημένο, ωστόσο, σε σχέση με τις αντικειμενικές της ευθύνες.
Το τόξο εξέλιξης της ηρωίδας που υποδύεται η Ενέλ, ως ένας άνθρωπος σε αποστολή καθοριστική για την υπαρξιακή της ομοιόσταση, ολοκληρώνεται ουσιαστικά σχεδόν αυτόματα μετά την ανάπτυξη του premise. Από κει κι ύστερα, όλα στο «Άγνωστο Κορίτσι» γίνονται ανοιχτό βιβλίο, από τα κίνητρα μέχρι τις πράξεις των εμπλεκομένων, μηδενός εξαιρουμένου. Αναμενόμενα λοιπόν, το ενδιαφέρον ατονεί μπροστά στην προφανή απλότητα της ταινίας, η οποία παρά την υφολογική στιβαρότητα που διακρίνει τους Νταρντέν, δεν παύει να φλερτάρει με την απλοϊκότητα.