Η πρώτη αγγλόφωνη ταινία του Μισέλ Φράνκο έχει για πρωταγωνιστή τον Τιμ Ροθ, τον άνθρωπο που ως τότε πρόεδρος της κριτικής επιτροπής στο Un Certain Regard τον είχε βραβεύσει για το «Μετά τη Λουτσία» (2012), χαρακτηρίζοντας το αριστούργημα.
Το «Chronic» ακολουθεί τον Ροθ στο ρόλο ενός κοινωνικά αποτραβηγμένου μεσήλικα, ο οποίος προσφέρει κατ’ οίκον νοσηλεία σε ετοιμοθάνατους ασθενείς. Ο ισχυρός δεσμός που αναπτύσσει με τους αρρώστους έχει καθορίσει την ιδιοσυγκρασία του, καθιστώντας τον δυσλειτουργικό σε κάθε σχέση εκτός του επαγγελματικού πλαισίου, συμπεριλαμβανομένων εκείνων με την πρώην σύζυγο και τη νεαρή κόρη του.
Το ηλιόλουστο σκηνικό της δυτικής ακτής των ΗΠΑ δεν φωτίζει παρά ελάχιστα τον ατόφια ζοφερό, χανεκικό πυρήνα του νέου φιλμ του Φράνκο. Απόλυτη οικονομία στην κίνηση της κάμερας, τον αριθμό των πλάνων και την εναλλαγή γωνιών λήψης ανά σκηνή, συνοψίζουν ένα λιτό αφηγηματικό όχημα, που σε πρώτο πλάνο θέτει το πορτρέτο ενός μοναχικού άνδρα με στοιχεία παρασιτικής συμπεριφοράς, ενώ σε δεύτερο, ψηλαφίζει τα αχνά όρια μεταξύ κοινωνικής νέκρωσης και φυσικού θανάτου.
Αν μη τι άλλο, το νέο πόνημα του 36άχρονου Μεξικανού προμοτάρει ξεκάθαρα το χαρτί της υφολογική του συνέπεια καθώς και την καλή δουλειά στο κάστινγκ, κεφαλαιοποιώντας πρωτίστως την αλληλοεκτίμηση μεταξύ Φράνκο και Ροθ σε μία βουβά πνιγηρή πρωταγωνιστική ερμηνεία, γύρω από την οποία οι δεύτεροι ρόλοι συνδράμουν αποφασιστικά.
Από κει και ύστερα, το αν το ξερό, σοκαριστικό φινάλε αποτελεί βολική καταφυγή στον ακραίο πεσιμισμό προκειμένου να ξεφύγει η προσοχή μας από την έλλειψη εμβάθυνσης στις θεματικές γραμμές που ο ίδιος ο Φράνκο ορίζει, παραμένει μια πιθανότητα. Και μάλιστα αρκετά σοβαρή, με δεδομένο πως φέρνει σημαντικά σε αυτό που επιστράτευσε και στο «Μετά τη Λουτσία», λαμβάνοντας υπόψη και το βαθμό επιτήδευσης που χαρακτηρίζει τη σκηνοθεσία του Μεξικανού.