Το τελευταίο εγχείρημα του Όρεν Μούβερμαν («The Messenger», «Rampart») μοιάζει με μια χαμένη ευκαιρία, αν αναλογιστούμε το «μικρό» αλλά υποσχόμενο premise, το θελκτικό πρωταγωνιστικό καρέ που συγκεντρώνει (Γκιρ, Λίνεϊ, Χολ και Κούγκαν) και την ντελικάτη φωτογραφία δια χειρός Μπόμπι Μπουκόφσκι («99 Σπίτια») η οποία διατρέχει τα τιτλοφορημένα σε πιάτα κεφάλαιά του.
Ένα οικογενειακό τραπέζι ανάμεσα σε δύο αδέρφια (ο Κούγκαν καθηγητής, ο Γκιρ πολιτικός με μεγάλες βλέψεις) και τις γυναίκες τους (Λόρα Λίνεϊ, Ρεμπέκα Χολ), που εξ αρχής μας προϊδεάζει για τις εντάσεις που θα φέρει στην επιφάνεια, εξελίσσεται ασφαλώς σε πολλά περισσότερα από ένα σμίξιμο μετά από καιρό. Στη σκιά του αδιανόητου εγκλήματος που διέπραξαν οι πιτσιρικάδες γιοι τους, τα δύο ζευγάρια πετούν πάνω στα γκουρμέ πιάτα ενός πανάκριβου ρεστοράν πάθη, εγωισμούς και οικογενειακά μυστικά.
Αν στο απόγειο της κινηματογραφικής διαλεκτικής ενός φιλμ γύρω από ένα τραπέζι βρίσκεται π.χ. «Το Δείπνο μου με τον Αντρέ» του Λουί Μαλ, στο δρόμο για το άλλο άκρο θα βρούμε κάπου χαμένο το δείπνο που προσφέρει ο Μούβερμαν.
Μέσα από εκτενή flashbacks που δε μας καθιστούν απλώς κοινωνούς του εγκλήματος αλλά και του ευρύτερου οικογενειακού πλαισίου, ο Μούβερμαν επιδιώκει να μιλήσει λίγο πολύ για τα πάντα και με διάφορους τρόπους: την ατομική και οικογενειακή ευθύνη, το ηθικό και το δίκαιο, την εξιλέωση και ποιον πραγματικά αφορά (τους σχεδόν αθέατους για εμάς νεαρούς δράστες ή τους γονείς;), την αρρώστια, το θάνατο, τα αδιέξοδα των σχέσεων, φτάνοντας ως την αμερικανική Ιστορία, τον εμφύλιο, ακόμα και τη μάχη του Γκέτισμπεργκ.
Παρά τις επίμονες προσπάθειες των πρωταγωνιστών, την κωμική φλέβα του Κούγκαν που λειτουργεί εξίσου και σε σοβαρούς ρόλους ή το παροιμιώδες νεύρο της Λίνεϊ, το φιλμ ανακυκλώνεται, φλυαρεί και τελικά πλατειάζει, καθώς εκτείνεται από το εξατομικευμένο δράμα των ηρώων που περίπου ειρωνεύεται όταν το διανθίζει με προβοκατόρικες γκουρμέ φιοριτούρες, ως το γενικόλογο συλλογικό, το οποίο συνοψίζεται καλύτερα στους αφορισμούς του Κούγκαν κατά την εισαγωγική σκηνή της ταινίας.
Έτσι, αν στο απόγειο της κινηματογραφικής διαλεκτικής ενός φιλμ γύρω από ένα τραπέζι βρίσκεται π.χ. «Το Δείπνο μου με τον Αντρέ» του Λουί Μαλ, στο δρόμο για το άλλο άκρο θα βρούμε κάπου χαμένο το δείπνο που προσφέρει ο Μούβερμαν. Ένα «Δείπνο» που μπουχτίζει τον θεατή χωρίς επί της ουσίας να διαθέτει κέντρο βάρους, πέραν μιας πρωταγωνιστικής τετράδας βυθισμένης πρώτα και κύρια στα αστικά της αδιέξοδα, διανθισμένα από κει και πέρα με το πιασάρικο αφηγηματικό στοιχείο ενός στυγερού εγκλήματος με δράστες πιτσιρίκια.