Στον αγώνα όπου καλείται να υπερασπιστεί τον τίτλο του παγκόσμιου πρωταθλητή, ο πυγμάχος Μάτι Μπέρτον (Πάντι Κόνσινταϊν) αποκομίζει έναν τραυματισμό που αλλάζει τη ζωή του δραματικά. Πλέον, η γυναίκα του Έμα (Τζόντι Γουίτακερ) καλείται να τον στηρίξει στην εξαιρετικά αργή και δύσκολη αποκατάσταση, σηκώνοντας όλα τα οικογενειακά βάρη και κυρίως το μεγάλωμα της κόρης τους.
Η περίπτωση του Βρετανού ηθοποιού Πάντι Κόνσινταϊν μας πρωτοαπασχόλησε σκηνοθετικά το 2011, χάρη στον πολυβραβευμένο «Τυραννόσαυρο». Η επιστροφή του με το «Journeyman» τον βρίσκει τόσο πίσω, όσο και μπροστά από την κάμερα, να πρωταγωνιστεί στο ρόλο ενός ανθρώπου που δίνει τον υπέρ πάντων αγώνα προκειμένου να κερδίσει πίσω τη ζωή του. Πρόκειται για ένα δράμα για έναν μποξέρ, που όμως έχει λίγη σχέση με το μποξ, ή τουλάχιστον αισθητά λιγότερη από εκείνη που είχε π.χ. το «Million Dollar Baby» του Ίστγουντ.
Το «Journeyman» είναι συνεπές ως προς το ύφος ενός λειτουργικού αλλά σχηματικού δράματος.
Εδώ, σε πρώτο κάδρο μπαίνει αφενός ο αγώνας για ζωή, αφετέρου η ευθύνη απέναντι στην οικογένεια και την αγάπη. Το πρώτο μέρος αφορά κατά κύριο λόγο τον χαρακτήρα του Μάτι Μπέρτον, καθώς μέρος της δραματουργίας του «Journeyman» επικεντρώνεται στο πώς θα το αναλάβει. Το δεύτερο πάλι, συμπεριλαμβάνει και εκείνον, πολύ περισσότερο όμως αφορά τη γυναίκα του, την οποία υποδύεται η Γουίτακερ. Έτσι, παρά το γεγονός ότι η ταινία έχει έναν ξεκάθαρο πρωταγωνιστή, ο Κόνσινταϊν φροντίζει να αντιμετωπίσει το έντονα συναισθηματικό δράμα του όχι μέσα από τη λογική του πορτρέτου, αλλά πιο συστημικά.
Εκείνο που έχει επίσης ένα ενδιαφέρον να αναφέρουμε αφορά στη βιωματικού τύπου προσέγγιση της αφήγησης, τουλάχιστον στα σημεία όπου ο Βρετανός σκηνοθέτης και σεναριογράφος την επιδιώκει. Δεν το αποτολμά πάντα, και αυτό είναι ίσως μειονέκτημα όταν αρκετός χρόνος της ταινίας εξαντλείται σε μουσικές και φλασμπάκ που στοχεύουν εμφανώς στο εύκολο συναίσθημα – είναι άλλωστε ενδεικτική ως προς αυτό η σημασία που δίνεται σε όσα ο Μάτι βιώνει καθώς βρίσκεται «κάτω από το νερό». Όποτε όμως τελικά ο Κόνσινταϊν το επιχειρεί, το κάνει αθόρυβα και τίμια. Όπως π.χ. τη στιγμή όπου η Έμα έχει φύγει από το σπίτι και ο Μάτι δίνει τον δικό του αγώνα να επανέλθει στην προ τραυματισμού κατάσταση, με την κάμερα να «ξεχνά» για εκείνο το διάστημα την Έμα, υπογραμμίζοντας έτσι (και για εμάς και ιδίως για τον πρωταγωνιστή) την απουσία της.
Συνολικά, το «Journeyman» είναι ένα φιλμ που δε φοβάται να επικαλεστεί το συναίσθημα προκειμένου να μιλήσει για τις δραματικές τροπές της ζωής και τις συνέπειες που εκείνες έχουν στις ζωές των σημαντικών άλλων. Ως προς αυτό, διαθέτει τις ερμηνείες για να το υποστηρίξουν και είναι συνεπές ως προς το ύφος ενός λειτουργικού αλλά σχηματικού δράματος. Ταυτόχρονα όμως αποδεικνύεται μηχανικά δεμένο στη λογική ενός happy end που μοιάζει να έρχεται ως αποτέλεσμα μιας λογικής που διστάζει μπροστά σε έναν πιο σκοτεινό, αλλά ενδεχομένως περισσότερο ρεαλιστικό επίλογο.