Το Φάντασμα στο Κέλυφος

Ένα εμβληματικό κεφάλαιο στην ιστορία των manga και των anime, το οποίο ενέπνευσε ταινίες όπως το «Matrix», διασκευάζεται σε διαστάσεις χολιγουντιανού μπλοκμπάστερ, όμως παρά την υποβλητική κι εντυπωσιακή κατασκευή του, έρχεται δεύτερο στο δρόμο που το ίδιο άνοιξε για τα κινηματογραφικά «παιδιά» του.

Elle 29 Μαρ. 17
Το Φάντασμα στο Κέλυφος

«Το Φάντασμα στο Κέλυφος» μιλά για ένα μέλλον όπου η τεχνολογία έχει καταστήσει δυσδιάκριτα τα όρια μεταξύ ρομποτικής και ανθρώπων, με αποτέλεσμα αρκετοί εξ αυτών να φέρουν πλέον στο σώμα τους μηχανικά μέλη. Μία απ’ αυτούς – καίτοι ξεχωριστή περίπτωση – είναι η Ταγματάρχης (Σκάρλετ Γιοχάνσον), μια cyborg αστυνομικός, το μόνο ανθρώπινο μέλος της οποίας είναι το μυαλό, τοποθετημένο πια σε ένα ανθεκτικό, ανθρωποειδές σώμα. Καθώς όμως ηγείται της προσπάθειας να σταματήσει έναν επικίνδυνο χάκερ τρομοκράτη (Μάικλ Πιτ), θα έρθει αντιμέτωπη με το παρελθόν της, το οποίο απέχει απ’ αυτό που της παρουσίασαν εκείνοι που φέρεται να της έδωσαν κάποτε μια δεύτερη ευκαιρία στη ζωή (Ζιλιέτ Μπινός).

Σε κάθε κινηματογραφική μεταφορά (βιβλίου, θεατρικού κλπ), δύο πράγματα τείνω να αξιολογώ ως πρωτεύοντα: αφενός τη στιγμή στην οποία πραγματοποιείται, αφετέρου η δυνατότητα προσαρμογής του πρωτογενούς υλικού στα δεδομένα της εκάστοτε εποχής. Το πρώτο άπτεται της επιλογής των επίδοξων δημιουργών αν και πότε θα εμπλακούν με την διασκευή, το δεύτερο αφορά κυρίως το ταλέντο, την οξυδέρκεια, ή πολλές φορές και στο θάρρος να επέμβουν αναθεωρητικά στο αρχικό υλικό. Στην περίπτωση του κινηματογραφικού «Ghost in the Shell», βασισμένο στο ομώνυμο manga του Σίρο Μασαμούνε και κατ’ επέκταση στο εξίσου εμβληματικό anime του 1995 το οποίο επηρέασε καταλυτικά ταινίες όπως το «Μάτριξ», η χρονική συγκυρία που μας έρχεται μοιάζει ξεπερασμένη, και οι όποιες διαφοροποιήσεις από το πρωτότυπο καθίστανται μια φιλόδοξη πλην όμως άψυχη προσπάθεια να στοιχειοθετηθεί το επίκαιρο του εγχειρήματος.

Το σημερινό «Ghost in the Shell» μοιάζει να έρχεται δεύτερο, πατώντας σε χνάρια που παρότι του ανήκουν, πρόλαβαν άλλοι να τα ορίσουν, ερήμην του.

Για τον θεατή που δεν έχει επαφή με τον κόσμο των anime και ειδικότερα μ’ ένα απ’ τα πλέον αγαπημένα δείγματα γραφής του είδους, το φιλμ του Ρούπερτ Σάντερς φαντάζει μια σαφώς υποβλητική φουτουριστική περιπέτεια, εξίσου θεαματική όσο και ενήλικη στη λογική της, που ξεκινά απ’ την κυβερνο-τρομοκρατία για να αγγίξει ζητήματα βιοηθικής, με έναν ευκόλως προσβάσιμο σκεπτικισμό ως προς τις συνέπειες της τεχνολογικής εξέλιξης στην ανθρώπινη ζωή και την κοινωνία. Ως κατασκευή πείθει, με τη φωτογραφία, το ζοφερό αστικό σκηνικό και τα ψηφιακά εφέ (Σερ Ρίτσαρντ Τέιλορ) του «Ghost in the Shell» να συνθέτουν ένα συμπαγές και ολίγον τι μελαγχολικό σύμπαν, στο οποίο έρχεται να υπερθεματίσει η απολύτως ταιριαστή μουσική του Κλιντ Μάνσελ. Υπό αυτή την έννοια όλα καλά μπορεί να πει κανείς, βλέποντας μάλιστα τη Γιοχάνσον να επιβάλλεται ως παρουσία και το υπόλοιπο καστ (ανάμεσα σ’ αυτό και ο αγαπημένος Τακέσι Κιτάνο) να σιγοντάρει, προς ένα θέαμα που μάλιστα ξεφεύγει άνετα απ’ το σωρό του σύγχρονου sci-fi, τουλάχιστον σε επίπεδο προθέσεων και προσπάθειας.

Αντιθέτως, οι φίλοι του πρωτότυπου «Ghost in the Shell» ενδεχομένως να σταθούν στις πολλές διαφοροποιήσεις που τους επιφυλάσσει η ταινία του Σάντερς εν σχέσει με το δημοφιλές anime του Μαμόρου Όσι και βέβαια το σύμπαν του Μασαμούνε. Ανεξάρτητα όμως του αν θα μονογράψουν την όποια απογοήτευσή τους πάνω στην ένσταση της μη πιστότητας, το βαθύτερο πρόβλημα ως προς το «σώμα» τούτης της φιλόδοξης παραγωγής έγκειται στο ότι διαθέτει φαντασμαγορικό κέλυφος ενώ στερείται ψυχής. Και ο λόγος, κατ’ εμέ τουλάχιστον, είναι η χρονική συγκυρία. Γιατί μπορεί στα τέλη της δεκαετίας του ‘80 και στα μέσα εκείνης του ‘90 το ζήτημα του τεχνοσκεπτικισμού (ή της τεχνοφοβίας, αν προτιμάτε) να ήταν ιδιαίτερα καυτό, ιδίως στο βαθμό που το πραγματευόταν π.χ. ο Μασαμούνε, 20 και πλέον χρόνια μετά όμως, όλες εκείνες οι ενστάσεις περί της όσμωσης των τεχνολογικών επιτευγμάτων στις ζωές μας έχουν πλέον εξελιχθεί αναλογικά με τα διαθέσιμα μέσα. Αυτό που τότε έδειχνε στα μάτια μας terra incognita (βλ. ίντερνετ), σήμερα αποτελεί μια τόσο διαδεδομένη τεχνολογία που όχι μόνο έχουμε ενστερνιστεί απόλυτα, αλλά που ακόμα και τυχόν συναφή με αυτή σκάνδαλα (βλ. wikileaks και Σνόουντεν) ταράζουν πολύ λιγότερο την κοινή γνώμη. Σκεφτείτε μόνο πως εκείνα τα χρόνια έννοιες όπως η τεχνητή νοημοσύνη ήταν ικανές να γεννήσουν συγκλονιστικά δυστοπικά θρίλερ όπως τον «Εξολοθρευτή».

Στην πραγματικότητα, οι ιδέες και η αισθητική που φωλιάζουν στο «Φάντασμα στο Κέλυφος» έχουν ενταχθεί στις κινηματογραφικές μας αναπαραστάσεις καιρό τώρα: οι χορογραφίες δράσης, τα κοστούμια και τα σκηνικά, ως και το μέλλον που δεν είναι αυτό που φαίνεται, οδηγώντας τον ήρωα σε μια σταυροφορία για έναν λάθος σκοπό, έχουν καταγραφεί στη συνείδηση ακόμα και της νέας γενιάς θεατών τότε που το όλο θέμα έκαιγε, δηλαδή έγκαιρα, με τα «Matrix», την «Τεχνητή Νοημοσύνη» και το «Minority Report» του Σπίλμπεργκ. Το σημερινό «Ghost in the Shell» μοιάζει να έρχεται δεύτερο, πατώντας σε χνάρια που παρότι του ανήκουν, πρόλαβαν άλλοι να τα ορίσουν, ερήμην του. Κι όσο κι αν το φροντισμένο του σκαρί πασχίζει να αποδείξει το αντίθετο, η απουσία μιας πραγματικά επίκαιρης ματιάς σε όσα πραγματεύεται, δεν κρύβεται πίσω από σοφιστείες σαν εκείνη που επίμονα υπενθυμίζει η Μπινός στην αμνήμονα Γιοχάνσον («δεν είναι οι αναμνήσεις αυτές που μας καθορίζουν, αλλά οι πράξεις μας»).

Ακολουθήστε το ELLE στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα!

Σχετικά θέματα:

MHT