Αν έχει αποδείξει κάτι ο Τζέιμς Γουάν, είναι πως αγαπά το είδος του τρόμου κι έχει πάρει μαθήματα από τους καλύτερους. Στο πρώτο μέρος του sequel της δικής του μεγάλης επιτυχίας «The Conjuring» στήνει μικρές, αποτελεσματικότατες βινιέτες τρόμου, όπου η κίνηση του φακού υποδηλώνει πολλές φορές μια παρουσία έξω από τον κόσμο μας, τα στενά δωμάτια μιας εργατικής μονοκατοικίας διογκώνονται…πολανσκικά -βλέπε «Αποστροφή»-, το κάδρο στις νυχτερινές σκηνές διακοσμείται και φωτίζεται, όπως θα το έκανε ο Τέρενς Φίσερ, αν γύριζε ταινίες στα τέλη των 70΄s, ενώ ο horror φαν θα εκτιμήσει που η ιστορία εκτυλίσσεται τα Χριστούγεννα, καθώς την δεκαετία εκείνη το BBC παραδοσιακά πρόβαλε κάθε Χριστούγεννα μια ιστορία φαντασμάτων.
Θα μας συστήσει στο μεταξύ και τρεις αποκρουστικούς «μπαμπούλες», εκ των οποίων ο ένας είναι το φάντασμα οργισμένου ηλικιωμένου, που θέλει να παρακολουθήσει την Θάτσερ στην τηλεόραση. Θα είχε αναμφίβολα ενδιαφέρον, τουλάχιστον σε σημειολογικό επίπεδο, αν είχε αξιοποιηθεί αυτό το στοιχείο, βρίσκεται όμως εκεί μόνο για να εντάξει την ιστορία σε ένα συγκεκριμένο χρονολογικό πλαίσιο.
Εν ολίγοις ο Γουάν γνωρίζει αυτό που θα έπρεπε να ξέρει κάθε σκηνοθέτης που καταπιάνεται με το είδος, ότι ο τρόμος είναι ζήτημα αξιοποίησης του χώρου και χειραγώγησης των χρόνων. Κι αν έχει τελειοποιήσει την τέχνη του ως σκηνοθέτης είδους από το πρώτο «Insidious», εκείνο που του λείπει, είναι να βρει την κατάλληλη ιστορία για να αφηγηθεί. Δυστυχώς ούτε εδώ την βρήκε.
Η ιστορία κινείται σε (υπερβολικά) γνώριμα μονοπάτια, ένας, δυο σεναριακοί ελιγμοί δεν έχουν το αποτέλεσμα, που (μάλλον) θα επιθυμούσε, κάτι τέτοιο θα προϋπέθετε αμφισημία στα δρώμενα, και όλα καταλήγουν σε μια κοινότοπη μονομαχία των δυνάμεων του Χριστιανισμού με τις δυνάμεις του Σατανά. Εκτιμάς, βέβαια, που για να κατατροπωθούν οι τελευταίες, απαιτείται μαζί με την πίστη στον Θεό και η πίστη στην ειλικρίνεια και την εγγενή καλοσύνη του άλλου, δεν εκτιμάς καθόλου όμως το πόσο φασαριόζικη είναι αυτή η κλιμάκωση, και είναι εδώ, που ο Γουάν θα υποπέσει σε φάουλ, καθώς μια ταινία τρόμου και ειδικά μια φαντασματική ιστορία δεν θα έπρεπε ποτέ να είναι τόσο θορυβώδης.
Κρατάς λοιπόν το κοψοχολιαστικό πρώτο μέρος του φιλμ, προσποιείσαι πως δεν συνέβη ποτέ το δεύτερο και περιμένεις με περιέργεια το επόμενο χτύπημα του αυστραλού σκηνοθέτη.