Το Κοινόβιο

Η «Κομμούνα» βρίσκει εφαλτήριο στις παιδικές αναμνήσεις του σκηνοθέτη της, υποσκάπτοντας με τη φαινομενική της μετριοπάθεια την καθημερινότητα μιας κοινοβιακής κοινότητας στη Δανία της δεκαετίας του '70, πριν καταλήξει σχόλιο πάνω εύπλαστη φύση των προβλημάτων μας.

Elle 13 Νοε. 16
Το Κοινόβιο

Η νέα ταινία του Τόμας Βίντερμπεργκ («Το Κυνήγι», «Οικογενειακή Γιορτή») βρίσκει αφετηρία στις παιδικές αναμνήσεις του πάλαι ποτέ συνιδρυτή του Δόγματος 95, οι οποίες στο ενδιάμεσο είχαν αποτελέσει έμπνευση για θεατρικό. Μετασχηματισμένες λοιπόν αυτές, αφηγούνται εδώ με κωμική επίφαση και φουλ δραματικό πυρήνα που σιγοκαίει, τα παρελκόμενα της απόφασης ενός μεσήλικα ακαδημαϊκού (Ούλριχ Τόμσεν) και της συνομήλικης συζύγου του (μια επιτυχημένη παρουσιάστρια δελτίου ειδήσεων – στο ρόλο η Τρίνε Ντίρχολμ) να ανοίξουν το τεράστιο πατρικό του πρώτου σε φίλους και γνωστούς, προκειμένου να ζήσουν κοινοβιακά.

Η απόφασή τους προκύπτει όχι ως ιδεολογικό πρόσχημα, αλλά υπό το βάρος μιας διπλής ανάγκης. Αφενός, το ασύμφορο κόστος να κρατήσουν το σπίτι, οπότε το έσοδο από την ενοικίαση σε τρίτους θα εκτρέψει το μονόδρομο της πώλησης. Αφετέρου, η Άννα δηλώνει πως έχει βαρεθεί την κλεισούρα της συζυγικής ζωής πλάι στον Έρικ και θέλει να κοινωνικοποιηθούν. Η παρέα που μαζεύεται, άντρες, γυναίκες, παιδιά, περνά χρόνο μαζί, μοιράζεται τις δουλειές του σπιτιού, συναποφασίζει για τα της κοινής ζωής. Μόνο που τα πράγματα μπλέκουν όταν ο Έρικ ανακοινώνει στην Άννα πως έχει ερωτευτεί μια φοιτήτριά του. Εκείνη θα του προτείνει απρόσμενα να τη φέρει στο κοινόβιο, ένα βάρος ωστόσο που η ίδια αδυνατεί να σηκώσει.

Η αλήθεια είναι πως με εξαίρεση αυτή την ιδιότυπη συνθήκη ερωτικού τριγώνου ενταγμένη σε ένα θεωρητικά δεκτικό κοινωνικό πλαίσιο, ο Βίντερμπεργκ αφήνει κάπως ανεκμετάλλευτες τις δυναμικές εντός της ευρύτερης ομάδας. Ιδιοσυγκρασιακές εκρήξεις και μία φαινομενική ελαφρότητα είναι τα κυρίαρχα, ρηχά χαρακτηριστικά που καλύπτουν τις σχέσεις μεταξύ των μελών αυτής της κομμούνας. Το μείζον, λοιπόν, για την ταινία φαίνεται να είναι σε πρώτη ανάγνωση η αποδομητική ματιά πάνω στον εν πολλοίς αφελώς εκπεφρασμένο ριζοσπαστισμό των δεκαετιών ‘60 και ‘70, της λεγόμενης «εποχής της αθωότητας».

… πάνω στα δίπολα ριζοσπαστισμός-νόρμα και ιδιωτικό-κοινό, ο Δανός φαίνεται να προεξοφλεί με σαρκασμό και μηδενιστική διάθεση τον αναπόδραστο χαρακτήρα της νεύρωσης, ή για να το πούμε διαφορετικά την εύπλαστη φύση των προβλημάτων μας.

Κάτω από αυτό όμως, ο θεατής δεν αποκλείεται να διακρίνει μια πιο ζουμερή προσέγγιση γύρω από τη δυνατότητα των προβλημάτων να μετασχηματίζονται, «ακολουθώντας» μας ακόμα και όταν επιχειρούμε να ανατρέψουμε εντελώς τη συνθήκη μέσα στην οποία (υποτίθεται πως) τα γεννά. Έτσι, σύμφωνα πάντα με τον Βίντερμπεργκ και την «Κομμούνα» του, ανάλογα με το κατά πώς καταδυναστεύουν τα υποκείμενα η ρουτίνα της συζυγικής ζωής και τα δεσμά της πυρηνικής οικογένειας, μπορεί να το πράξει από την ανάποδη η διακήρυξη μιας ανατρεπτικής ελευθερίας. Συνεπώς, πάνω στα δίπολα ριζοσπαστισμός- νόρμα και ιδιωτικό-κοινό, ο Δανός φαίνεται να προεξοφλεί με σαρκασμό και μηδενιστική διάθεση τον αναπόδραστο χαρακτήρα της νεύρωσης, ή για να το πούμε διαφορετικά την εύπλαστη φύση των προβλημάτων μας.

Ειδική μνεία αξίζει σε δύο σκηνές. Στην πρώτη, η Άννα υπομένει τα βογκητά του άνδρα της με τη φοιτήτρια το πρώτο κοινό τους βράδυ στο κοινόβιο, ανάβοντας μπάφο μόνη στο σκοτεινό της υπνοδωμάτιο. Στη δεύτερη, ο μικρός Βιλάτζ, γιος δύο συγκατοίκων που γνωρίζει πως θα τον βρει ο θάνατος πριν τα 9 του εξαιτίας σοβαρής καρδιολογικής πάθησης, σβήνει στην αγκαλιά της μητέρας του με το βλέμμα του καρφωμένο στην έφηβη κόρη του Έρικ και της Άννας με την οποία είναι κρυφά ερωτευμένος, το βράδυ που εκείνη φέρνει για πρώτη φορά στο σπίτι το αγόρι της. Το σκόρπισμα της στάχτης του που ακολουθεί αμέσως μετά, βουτηγμένη σε μία πέραν κάθε λογικής εκκωφαντική ποπ μελωδία, αποτυπώνει και τον προβοκατόρικο τρόπο με τον οποίο ο Βίντερμπεργκ προσεγγίζει εδώ τους ήρωές του και όσα πρεσβεύουν, ως ένα καθρέφτισμα των δικών του βιωμάτων.

Για τέτοιου είδους στιγμές κυρίως, μεμονωμένες μεν αλλά σκηνοθετικά ακριβείς, απονεχοποιημένες ως προς την πρόδηλα δεικτική τους φύση και τον αποδομητικό τους χαρακτήρα, καθώς επίσης την καταλυτική, πνιγηρή παρουσία της Τρίνε Ντίρχολμ (βραβείο ερμηνείας στην 66η Μπερλινάλε), η «Κομμούνα» εξασφαλίζει ικανούς λόγους να γυρέψει διάλογο με το κοινό, ιδίως αν αυτό είναι ηλικιακά εφάμιλλο των πρωταγωνιστικών της χαρακτήρων ή απλώς πιο νεαροί, ρομαντικοί θιασώτες των ανατρεπτικών λογικών που ευδοκίμησαν στα 60s και τα 70s. Μπορεί να υστερεί συγκριτικά με την αγριωπή φόρμα της «Οικογενειακής Γιορτής» ή τον ερεθιστικά αμφιλεγόμενο χαρακτήρα του «Κυνηγιού», όμως ο νέος Βίντερμπεργκ διαθέτει στα σημεία μερικές αληθινά εμπνευσμένες αναλαμπές, που είναι πραγματικά κρίμα να υποσκελισθούν από τη φαινομενική ησυχία και μετριοπάθεια που διακρίνει το νέο πόνημα του Δανού δημιουργού.

Ακολουθήστε το ELLE στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα!

Σχετικά θέματα:

MHT