Αν και η πρώην δημοσιογράφος Πόλα Χόκινς είχε γράψει αρκετά βιβλία κατόπιν ανάθεσης, το «Κορίτσι του Τρένου» ήταν το πρώτο μυθιστόρημα που κυκλοφόρησε με το όνομά της. Μετά την δημοσίευσή του τον Ιανουάριο του 2015, το βιβλίο σημείωσε ρεκόρ ταχύτητας πωλήσεων, με συνολικές πωλήσεις 15 εκατομμυρίων αντιτύπων και παραπάνω από ένα χρόνο στην λίστα των μπεστ σέλερ των New York Times – πέρασε, μάλιστα, αρκετές εβδομάδες στην κορυφή της λίστας αυτής. Η έμπνευση για την συναρπαστική ιστορία με πρωταγωνίστρια μια μάρτυρα που καταλήγει ύποπτη, ήρθε από τις καθημερινές εμπειρίες της Χόκινς στα μέσα μαζικής μεταφοράς στο Λονδίνο. «Υπάρχει μια συγκεκριμένη διαδρομή, σε ένα σημείο της οποίας το τρένο πάντα έκοβε ταχύτητα», λέει η Χόκινς. «Εγώ καθόμουν και κοιτούσα έξω από το παράθυρο προς τις γύρω πολυκατοικίες και μονοκατοικίες – μπορούσα να δω ποιος ήταν στο σαλόνι ή στην κουζίνα κάθε σπιτιού και τι έκανε. Πάντα ήλπιζα να δω κάτι ενδιαφέρον, αλλά δεν είδα ποτέ τίποτα. Αυτό όμως έκανε την φαντασία μου να δουλέψει και έτσι προέκυψε η ιστορία για μια γυναίκα που εισβάλλει στη ζωή ενός άγνωστου ζευγαριού».
Η ιστορία τελικά ξετυλίγεται μέσα από την οπτική γωνία τριών γυναικών, με βασική αφηγήτρια την Ρέιτσελ – η δική της εκδοχή, όμως, κάθε άλλο παρά αξιόπιστη είναι, αφού ο αλκοολισμός της θολώνει τις αναμνήσεις και προθέσεις της. «Ανακαλύπτουμε σιγά-σιγά ότι δεν μπορούμε να εμπιστευτούμε την Ρέιτσελ», παραδέχεται η Χόκινς. «Όχι μόνο τα προσωπικά της προβλήματα μπαίνουν στην μέση, η απώλεια μνήμης είναι βασική για αυτό που έχει γίνει. Βυθίζεται στις ενοχές και την αίσθηση ευθύνης γιατί δεν θυμάται τι έκανε ή τι είδε – μπορεί να είναι πιο αναμεμειγμένη απ’ ό,τι πιστεύει ή να έχει δει κάτι που θα μπορούσε να βοηθήσει την έρευνα». Ο παραγωγός Μαρκ Πλατ και η DreamWorks αγόρασαν τα δικαιώματα του βιβλίου το 2014 πριν ακόμη κυκλοφορήσει. «Το βιβλίο προσφερόταν για μια κινηματογραφική εκδοχή: έχει στοιχεία θρίλερ αλλά είναι και γεμάτο πολύπλοκους αναγνωρίσιμους χαρακτήρες με ψεγάδια», λέει ο Πλατ. «Όλοι μας έχουμε την περιέργεια να ρίχνουμε ματιές στις ζωές των άλλων και η ιστορία αυτή μιλά για το ενδεχόμενο να δεις κάτι πολύ λάθος και σοκαριστικό. Μου θυμίζει τα κλασικά θρίλερ του Χίτσκοκ, και ιδιαίτερα το “Σιωπηλός Μάρτυρας”, που βασίζονταν σε ένα πολύ απλό αλλά ιδιοφυές εύρημα για να στήσει την ιστορία».
Για να διατηρηθεί αυτή η ομοιότητα, οι συντελεστές ήταν αποφασισμένοι να κρατήσουν την Ρέιτσελ ως βασική αφηγήτρια, ακριβώς επειδή η κατάστασή της προσθέτει περισσότερο σασπένς στο μυστήριο. «Ήταν βασικό για μένα η ιστορία να ανήκει στη Ρέιτσελ», λέει η σεναριογράφος Έριν Κρεσίντα Ουίλσον. «Η οπτική γωνία που έχουμε ως θεατές είναι η δική της, η οπτική γωνία ενός αουτσάιντερ που έχει βυθιστεί στον θυμό και την αυτολύπηση, και πρέπει να βγει από το βούρκο. Έπρεπε να κάνουμε την κάμερα να μοιάζει μεθυσμένη, όπως και εκείνη, ή να μοιάζει ότι είναι στο έλεος ενός σκληρού hangover». Στην ταινία, μάλιστα, η δράση έχει μεταφερθεί στη Νέα Υόρκη, κάτι που κάνει την Βρετανή Ρέιτσελ να μοιάζει ακόμη περισσότερο απομονωμένη, ξένη σε μια ξένη χώρα, καταδικασμένη να κοιτάει από μακριά το είδος της ζωής που εκείνη δεν έχει πια. «Όταν επιθυμείς κάτι από μακριά, κανείς δεν σε απογοητεύει – είναι όλα όπως θέλεις να είναι. Η λαχτάρα της Ρέιτσελ για την τέλεια ζωή του νεαρού ζευγαριού που βλέπει από το τρένο είναι κάτι με το οποίο όλοι ταυτιζόμαστε, ειδικά στις μέρες μας με την κυριαρχία των social media στη ζωή μας, όπου όλοι αγωνίζονται να μοιάζουν μονίμως ευτυχισμένοι στην όμορφη ζωή τους. Υπάρχουν όμως τόσα που δεν βλέπουμε».
Ο κεντρικός χαρακτήρας έγινε φυσικά στόχος δεκάδων σταρ – δεν εμφανίζεται συχνά, εξάλλου, ένας τόσο ζουμερός πρωταγωνιστικός ρόλος για τις ηθοποιούς του Χόλιγουντ. Η Έμιλι Μπλαντ ήταν εκείνη που κέρδισε τελικά τον ρόλο, χάρη στο αδιαμφισβήτητο ταλέντο της αλλά και το γεγονός ότι μπορούσε να κάνει την Ρέιτσελ συμπαθή ακόμη και στις πιο αυτοκαταστροφικές της στιγμές. «Ενθουσιάστηκα με τον τρόπο με τον οποίο το σενάριο αποτυπώνει την θολούρα της Ρέιτσελ, τον εθισμό της, το πώς κοιτάει τις ζωές των άλλων για να ξεφύγει από την δική της», σχολιάζει η Μπλαντ. «Είναι μια ιστορία για πληγωμένες, κατεστραμμένες γυναίκες και αυτό δεν είναι κάτι που βλέπουμε συχνά. Τον περισσότερο καιρό, οι γυναικείοι χαρακτήρες χτίζονται ως ιδανικοί και απλησίαστοι. Η Ρέιτσελ φέρει το βάρος της ενοχής, της μοναξιάς και της απόγνωσης, και λαχταρά την αγάπη και την επαφή – την ένιωσα και την αγάπησα πολύ».